Κουρασμένο; Ηττημένο; Πληγωμένο; Απεγνωσμένο; Τρομοκρατημένο; Απορημένο; Ελπιδοφόρο; Οπως και αν αυτοπροσδιοριστεί, το 2015 έφτασε στο τέλος του δίχως να παραιτείται από τις τελετουργίες του. Το καθήκον της ευτυχίας αγνοεί τα συμβάντα της σκοτεινής επικαιρότητας. Χριστούγεννα. Πρωτοχρονιά. Στολισμένοι δρόμοι, ψυχαγωγικά θεάματα, μουσικές. Θλιμμένοι και καταθλιπτικοί απέχουν. Δεν υπακούουν στην επιταγή μιας εύπεπτης ροζ ευτυχίας. Αποτελούν μια παραφωνία, χαλάνε τη σούπα, ραγίζουν τη βιτρίνα. Και Κύριος οίδε πόσο εξαρτημένη είναι η κοινωνία μας από το «φαίνεσθαι». Από τη βιτρίνα που επιμένει να καταβροχθίζει και να καθιστά περιττό τον στοχασμό πάνω στην απώλεια.
Τι κι αν πληθαίνουν όσοι νιώθουν άβολα; Οσοι μονολογούν «βλέπω στολίδια και με πιάνει η ψυχή μου», «έλεος». Το «έσο ευτυχισμένος» παραμένει ενεργό.
Συλλογιζόμουν όμως ένα νέο καθήκον. Μια νέα επιταγή που, μαζί με το καθήκον της ευτυχίας, καλείται να εκπληρώσει σήμερα ο πολίτης στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες, στο Σαν Φρανσίσκο, στην Αθήνα και όπου αλλού. «Να μη φοβάσαι». Ευτυχείς και άφοβοι. Οι δύο ευχές για το 2016.
«Εκείνοι με τις σφαίρες τους, εμείς με τη σαμπάνια μας» ήταν το σλόγκαν στο Παρίσι. Μέσα στην καρδιά όμως φώλιαζε μια άλλη «απαγορευμένη» σκέψη. «Εκείνοι με τις σφαίρες τους, εμείς με τον φόβο μας».
Να θυμηθούμε ότι η ελευθερία από τον φόβο ήταν μία από τις τέσσερις καθοδηγητικές αρχές που ανήγγειλε ο Ρούζβελτ στη σύγκρουση με το απόλυτο κακό. Με τον φασισμό. Μαζί με την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας και την ελευθερία από την ένδεια, η ελευθερία από τον φόβο ήλθε δυναμικά στο προσκήνιο ως ένα υπέρτατο ζητούμενο της Δημοκρατίας.
Εκτοτε γνωρίζουμε καλά ότι στο όνομα του φόβου το «εμείς» αναγορεύεται σε υπέρτατη άξια και το «οι άλλοι» σε θανάσιμη απειλή.
Στο όνομα του φόβου η μισαλλοδοξία και το μίσος κατακλύζουν τον ψυχισμό. Οι αποχρώσεις χάνονται και ο κόσμος χωρίζεται σε απόλυτα καλά και απόλυτα κακά αντικείμενα.

Ο άνθρωπος καταστρέφει για να μην καταστραφεί.

Διώχνει μακριά το ενοχλητικό συναίσθημα του φόβου που θυμίζει ότι σε αντίθεση με τους θεούς και τους αθάνατους ΔΕΝ ελέγχουμε τη μοίρα μας.
Μέσα από τον δίαυλο του φόβου και της απειλής συντελείται επιτυχώς το πέρασμα από τη λογική στην παράνοια. Ενα πέρασμα που ευνοεί, όπως θα έλεγε ο Σιοράν, τις ιδεολογίες, τις θεωρίες και τις αιμοσταγείς φάρσες.
Οι μέρες μας όμως έχουν μια δική τους «σκοτεινή» ιδιομορφία. Η απειλή ΔΕΝ είναι κατασκευασμένη. Δεν είναι προϊόν της κοινωνίας του θεάματος που αρέσκεται να δημιουργεί ηθικούς πανικούς, υπερφορτίζοντας και δραματοποιώντας την απειλή του εγκλήματος. Δεν είναι η τηλεκουλτούρα που μέσα από το αίμα και τη βία φτιάχνει στο μυαλό μας το σύνδρομο ενός «κακού κόσμου» όπου σε κάθε βήμα καραδοκεί ο κίνδυνος, βλέπε θάνατος.
Η απειλή δεν είναι εικονική. Είναι υπαρκτή και ευθέως ανάλογη της ευχέρειας που έχει ο εχθρός να αφανίζει, εκχωρώντας τη ζωή του μέσα από έναν θάνατο που στα μάτια του φαντάζει ηρωικός. Ο φόβος του τρομοκράτη, εγκατεστημένος στο συλλογικό φαντασιακό, τινάζει στον αέρα όλα όσα γνωρίζαμε περί κατασκευασμένου και εικονικού φόβου.
Οπως το αίτημα της ευτυχίας μεταμορφώνεται σε τυραννία, αναρωτιέται κανείς μήπως και το αίτημα τού μη φόβου μεταμορφώνεται σε ένα άλλο είδος τυραννίας;
Η σκέψη μου παγώνει όταν οφείλω στο όνομα μιας πολιτικής ορθότητας να μη φοβάμαι.
Οταν το «έσο άφοβος» συγκρούεται με την εσωτερική μου εμπειρία, ανοίγει ο δρόμος μιας ύπουλης και βλαβερής ενοχοποίησης.
Βαδίζω στον δρόμο κι αίφνης ένα αίσθημα ανοίκειου με κατακλύζει όταν ένας «καταφανώς» ξένος κοντοστέκεται πλάι μου. Πάει να βγάλει κάτι από την τσέπη του. Είναι ένα μαντίλι. Νόμιζα ότι ήταν όπλο. Ομολογώ φοβήθηκα. Ομολογώ ντράπηκα που φοβήθηκα.
Η δαιμονοποίηση του φόβου, η ψευδής κουλτούρα του μη φόβου που αναπτύσσεται, εμποδίζει το στοχασμό, την αναζήτηση των αιτίων για το πώς φτάσαμε ως εδώ.
Για να αντισταθούμε στον φόβο θα πρέπει πρώτα να τον αναγνωρίσουμε. Η επιταγή όμως της πολιτικής ορθότητας παροτρύνει στην άρνηση άβολων συναισθημάτων που δεν συνάδουν με το προσωπείο ενός έλλογου, συγκροτημένου και ορθολογικά σκεπτόμενου πολίτη. Σπεύδουμε να αποβάλουμε το συναίσθημα του φόβου προτού το ψηλαφίσουμε, προτού δούμε πόσο βαθιά μάς ταράζει και μας διακινεί το γεγονός ότι ζούμε σε μια άθλια κατασκευασμένη, διχοτομημένη μέσα σε έναν εμφύλιο σπαραγμό κοινωνία. Ο επάρατος φόβος δεν θα φύγει φτύνοντας στον κόρφο μας ή παριστάνοντας ότι δεν μας διαλύει αυτό που μας διαλύει.
Ερώτημα: Μπορούμε να επεξεργαστούμε τα συστατικά και τις συνιστώσες του φόβου; Να στοχαστούμε πάνω στην απώλεια της αμεριμνησίας, στην ψευδαίσθηση του άτρωτου, στην απώλεια σταθερότητας; Στην απώλεια μιας δεδομένης τάξης πραγμάτων που πλέον δεν ισχύει; Αν ναι, τότε ο φόβος έχει πράγματα να μας διδάξει.
Οπως και η διεργασία του πένθους, η διεργασία του φόβου μάς οχυρώνει εν τέλει απέναντι στο φάντασμα του θανάτου. Ενα φάντασμα που όσο το απωθείς, τόσο βρίσκει πλάγιους τρόπους να εισβάλλει.
Σε αναζήτηση μιας εύπεπτης ευτυχίας και μιας επίπλαστης αφοβίας, επιμένουμε να αγνοούμε τους Ελληνες που έκαναν «τον φόβο του θανάτου οίστρο της ζωής». Κι έτσι, εν τέλει αρνούμενοι τον φόβο, γινόμαστε τα ιδεώδη υποχείριά του.
Αποκομμένοι από την αλήθεια της εσωτερικής μας εμπειρίας, ζούμε υποδυόμενοι με μια μάσκα στη θέση ενός προσώπου. Ολα στραμμένα προς τα έξω. Το τι συμβαίνει εδώ –μέσα –μάς είναι μια άγνωστη, εν πολλοίς, αφιλόξενη κρύπτη.
Η διεργασία του φόβου δεν μας αφήνει στο έλεος του φόβου, αντίθετα, μας εκπαιδεύει σε μια εξέγερση, σε μια ανυπακοή στον φόβο και, άρα, στην υπέρβασή του. Μην ξεχνάμε τον Καμύ, «ο άνθρωπος είναι το μοναδικό πλάσμα που αρνείται να είναι αυτό που είναι».
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ