Έχω συνταχθεί με Το Ποτάμι προ καιρού, θεωρώντας πως αποτελεί το μόνο συνολικά μεταρρυθμιστικό και προοδευτικό κίνημα στα πλαίσια της λογικής, της σοβαρότητας, της υπευθυνότητας και των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών.

Στους κόλπους του Ποταμιού υπάρχει έντονος προβληματισμός για το ζήτημα του “ιδεολογικού στίγματος”.Η απουσία του, υποστηρίζουν πολλοί, ήταν από τους παράγοντες που κόστισαν στο κόμμα και το οδήγησαν στην κακή εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου, όπου έχασε το 1/3 του εκλογικού του ποσοστού εν συγκρίσει με τον περασμένο Ιανουάριο. Άλλοι παράγοντες ενδεχομένως να έπαιξαν σοβαρότερο ρόλο (ισχυρή πόλωση, αποχή που αφορά κυρίως τους μη – έχοντες ξεκάθαρη κομματική ταυτότητα, δηλαδή τους ψηφοφόρους του Ποταμιού κ.ά.), όμως δεν είναι της παρούσης.

Μπροστά στο συγκεκριμένο ζήτημα, Το Ποτάμι παρουσιάζεται αμήχανο, διότι η ρητορική του απευθυνόταν, εξ της ιδρύσεώς του, τόσο σε κεντροαριστερούς σοσιαλδημοκράτες, όσο και σε προοδευτικούς κεντροδεξιούς, και στις δύο περιπτώσεις με προοδευτικό, μεταρρυθμιστικό και ευρωπαϊκό πρόσημο. Συνεπώς, δεν είναι εύκολο να δοθεί μια ιδιαίτερα σαφής απάντηση επί του ιδεολογικού στίγματος του κόμματος, καθώς μπορεί να δυσαρεστήσει κάποια από τις δύο κύριες “ροές” που εκπροσωπεί.

Εδώ, Το Ποτάμι βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα δίλημμα υπαρξιακού χαρακτήρα:

Η πρώτη επιλογή του είναι να πορευτεί όπως έως τώρα. Να συνεχίσει να παρουσιάζεται ως η πλατφόρμα της λογικής που εκτείνεται από την κεντροαριστερά έως την κεντροδεξιά, επιθυμώντας να αποτελέσει το “όχημα” που προσδοκά να περάσει το πολιτικό σύστημα από την εποχή του άμετρου λαϊκισμού, της ανικανότητας, του κρατισμού και της διαπλοκής, σε μια νέα εποχή σοβαρών πολιτικών σχηματισμών που θα δρουν με γνώμονα την υπευθυνότητα και το κοινωνικό όφελος, ακόμη και στη βάση διαφορετικών προσεγγίσεων.

Αυτή η επιλογή, ωστόσο, σημαίνει πως “Το Ποτάμι” δε θα γίνει ποτέ κόμμα. Θα παραμείνει κίνημα με ασθενικές κομματικές δομές, το οποίο, εάν επιτύχει τον στόχο του και εμφανιστεί νέο πολιτικό ήθος στις υπόλοιπες παρατάξεις, θα σταματήσει να υφίσταται, επειδή τα στελέχη και οι πολίτες θα επιδιώξουν το σαφέστερο ιδεολογικό στίγμα και μακροχρόνιο πολιτικό πρόγραμμα που θα μπορούν να προσφέρουν τα πιο ομοιογενή –και επιτέλους σοβαρά, στην υπόθεσή μας – κόμματα.

Πάμε τώρα στη δεύτερη επιλογή του Ποταμιού. Είναι η ανάληψη πρωταγωνιστικού ρόλου στη δημιουργία ενός τρίτου πόλου μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας που αρνείται να ανανεωθεί (εκτός εάν μας εκπλήξει ευχάριστα στις προσεχείς εσωκομματικές εκλογές της) και αποτελεί πιο συντηρητική επιλογή και του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος, παρά τη μερική στροφή του στον ρεαλισμό σε ορισμένα ζητήματα και την απώλεια της ευρωσκεπτιστικής ρητορικής του παρελθόντος, δεν αποτελεί σοβαρή επιλογή για τους ανθρώπους που επιθυμούν τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις, συνολικά υπεύθυνη στάση απέναντι σε κάθε κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα (μέχρι και η ανάγκη επιβολής της νομιμότητος τίθεται υπό αμφισβήτηση από ορισμένους) και θέλουν να τερματισθούν οι παθογένειες του παλαιού πολιτικού συστήματος.

Βεβαίως, ο “τρίτος πόλος” στον οποίο θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει Το Ποτάμι, δε μπορεί να είναι εκείνος της κεντροαριστεράς, όπως σκόπιμα διαλαλεί η “Δημοκρατική Συμπαράταξη”, προκειμένου να καλέσει όσους δεν εκπροσωπούνται από τα δύο μεγάλα κόμματα και αισθάνονται προοδευτικοί. Δε μπορεί να είναι, όχι μόνο λόγω προσώπων, αλλά κυρίως λόγω συνθηκών: η προαναφερθείσα στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να μην τον καθιστά κεντροαριστερό κόμμα (ακόμη αριστερό είναι, με πάγιες ιδεοληψίες), αλλά οπωσδήποτε έχει τη μερίδα του λέοντος στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, με το ΠΑΣΟΚ να μαζεύει ό,τι απομένει και αφήνοντας μικρό πεδίο δράσης στο Ποτάμι.

Ο τρίτος πόλος, στο συγκεκριμένο σχέδιο, πρέπει να είναι το κέντρο. Χωρίς να αποκλείονται επ’ουδενί στελέχη από την κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά, με πολιτική ομοιογένεια ως προς τις αρχές και το πρόγραμμα, Το Ποτάμι μπορεί να παρουσιαστεί ως κεντρώο κόμμα και να πρωτοστατήσει στο άνοιγμα ενός πολιτικού χώρου που δεν έχει βρει οξυγόνο έως σήμερα στη χώρα μας. Σε αυτή την προσπάθεια, οφείλει να καλέσει όλους τους εξωκοινοβουλευτικούς μεταρρυθμιστικούς σχηματισμούς πέριξ του κέντρου, οι οποίοι παρουσιάζουν ιδεολογική συνάφεια με Το Ποτάμι. Απαραίτητη είναι και η απορρόφηση μέρους των ψηφοφόρων της “Ένωσης Κεντρώων”, με την οποία ωστόσο καθίσταται δύσκολη η εκλογική συνεργασία για ευνόητους λόγους.

Μιας και “το κέντρο” δεν είχε ποτέ υπολογίσιμη εκλογική δύναμη στην Ελλάδα, αισθάνομαι πως πρέπει να εξηγήσω σε τι αναφέρομαι. Αναφέρομαι στον φιλελεύθερο χώρο, ο οποίος δεν εκπροσωπείται από την κεντροδεξιά παρότι έτσι πιστεύουν πολλοί. Στην Ε.Ε., για παράδειγμα, είναι διαφορετική η φιλελεύθερη/κεντρώα “Συμμαχία Φιλελευθέρων Δημοκρατών για την Ευρώπη” από το κεντροδεξιό “Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα”.

Οι ομοιότητες των δύο βρίσκονται κυρίως στον “οικονομικό άξονα”, όπου πιστεύουν στη οικονομία της αγοράς, με μικρούς φόρους και κράτος που παίζει κυρίως τον ρόλο του σκληρού διαιτητή (μιας και η ορθή λειτουργία των θεσμών αποτελεί προϋπόθεση της φιλελεύθερης οικονομίας) και όχι του εργοδότη, καθότι δε θεωρούν πως το κρατιστικό οικονομικό μοντέλο είναι παραγωγικό ή ακόμη και δίκαιο. Πιστεύουν, κατά μεγάλη πλειοψηφία, στον “κοινωνικό φιλελευθερισμό”, ο οποίος επιθυμεί την ύπαρξη κράτους πρόνοιας και κοινωνικών παροχών για τους οικονομικά ανίσχυρους πολίτες (το οποίο θα τροφοδοτεί η κατά συνολικά παραγωγική και εξωστρεφής οικονομία) και όχι στον “νεοφιλελευθερισμό”, ο οποίος εξαλείφει την οικονομική λειτουργία του κράτους, δημιουργώντας μεγαλύτερες οικονομικές ανισότητες.

Η κύρια διαφορά των δύο προαναφερθεισών ιδεολογιών βρίσκεται στον “κοινωνικό άξονα”, όπου οι κεντρώοι/φιλελεύθεροι συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με τους κεντροαριστερούς (στην Ε.Ε. είναι το “Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα”, όπου επί του παρόντος Το Ποτάμι συγκατοικεί με το ΠΑΣΟΚ) με προοδευτικές πεποιθήσεις στα κοινωνικά ζητήματα, λ.χ. χωρισμός κράτους – εκκλησίας, σύμφωνο συμβίωσης, ακόμη και γάμος, για τα ομόφυλα ζευγάρια, παροχή ιθαγένειας στους μετανάστες που έχουν λάβει ελληνική παιδεία κλπ., δηλαδή σημαντικές διαφορές με την κεντροδεξιά των πιο συντηρητικών “χριστιανοδημοκρατών”.

Πιστεύω ακράδαντα πως Το Ποτάμι δεν κέρδισε το στοίχημα να συσπειρώσει τόσο ευρεία μάζα πολιτών για να αλλάξει άρδην το πολιτικό σύστημα. Είμαι βέβαιος, όμως, ότι κάνοντας πράξη τη “δεύτερη επιλογή”, θα μπορέσει να αποτελέσει σταθερή πολιτική δύναμη, να αποκτήσει ουσιαστικές κομματικές δομές, καθώς η ιδεολογική ομοιογένεια και η πίστη σε ένα μακροχρόνιο πολιτικό πρόγραμμα θα συσπειρώσει τους πολίτες που αφορά, και, εν τέλει, να προσεγγίσει τους πολίτες που βρίσκονται στην κεντροαριστερά και στην κεντροδεξιά, δίνοντάς τους προοδευτικό και αληθινά φιλελεύθερο όραμα για το μέλλον της Ελλάδος και της Ευρώπης.

Τους καλώ να φανούν γενναίοι, ξεκινώντας από τη συσπείρωση του κεντρώου φιλελεύθερου χώρου αλλά και την επανεξέταση του ευρωπαϊκού κόμματος στο οποίο επιλέγουν να συμμετέχουν. Άλλωστε, το νέο κόμμα “Ciudadanos” (“Πολίτες”) της Ισπανίας, το “αδελφό κόμμα του Ποταμιού” κατά τον επικεφαλής Σταύρο Θεοδωράκη, ανήκει στη “Συμμαχία Φιλελευθέρων Δημοκρατών για την Ευρώπη”. Είμαι βέβαιος πως, με αυτές τις κινήσεις, θα βρουν μεγαλύτερη στήριξη από αυτή που περιμένουν.

Υ.Γ: Σε περίπτωση που νέος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας στις 10/01/2016 εκλεγεί ο προοδευτικός κεντροδεξιός Κυριάκος Μητσοτάκης και προβεί σε αποφασιστικές κινήσεις ανανέωσης της εσωκομματικής λειτουργίας και των πολιτικών πρακτικών, δίδοντας ένα προοδευτικό – φιλελεύθερο στίγμα στη ΝΔ, θεωρώ απαραίτητη την, τουλάχιστον προσωρινή, σύμπραξη μαζί του (και με όποια άλλη προοδευτική ευρωπαϊκή δύναμη υπάρχουν σημαντικές συγκλίσεις), καθώς οι προγραμματικές διαφορές θα είναι αμελητέες στον αγώνα κατά του λαϊκισμού και της παρακμής της νεοελληνικής αριστεράς και των άκρων, με στόχο τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις που θα εξασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία του κράτους και την κοινωνική ευημερία.

Στην περίπτωση της επικράτησης του “καραμανλικού” Βαγγέλη Μεϊμαράκη, που δείχνει να είναι μεγαλύτερη, ο φιλελεύθερος χώρος μπορεί να περιμένει μαζικές ροές από τη Νέα Δημοκρατία που θα συνεχίσει στον δρόμο της σταδιακής παρακμής. Τότε, Το Ποτάμι θα πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων για να παρουσιάσει σαφή θέση και να δεχθεί το προοδευτικό ρεύμα ψηφοφόρων, μελών αλλά ακόμη και στελεχών από τους όμορους πολιτικούς χώρους, στα πλαίσια της διεύρυνσης του προοδευτικού φιλελεύθερου κέντρου που θα εκπροσωπήσει.