Το 2016, τέρμα οι χαζές λίστες. Ισως η πλέον λυτρωτική και τολμηρή μας πρόκληση-αυτοδέσμευση («resolution») για το καινούργιο έτος θα μπορούσε να είναι η συμφιλίωσή μας, όχι απλά με τον χρόνο, αλλά με το ίδιο το γήρας. Τα εορταστικά μελό σποτ εισαγωγής που ευδοκιμούν τέτοιες ημέρες εκμαιεύουν, δεν λέω, κάποια δευτερόλεπτα ναρκισσιστικής συγκίνησης με ηλικιωμένους-μπιμπελό που πολύ θα ήθελες να τους έχεις παππούδες (το σποτ π.χ. με τον «μοναχικό παππού στο φεγγάρι» του βρετανικού πολυκαταστήματος John Lewis είχε 23.000 «χτυπήματα» τις δύο πρώτες ώρες που εμφανίστηκε στο ΥοuTube, ή το γερμανικό σποτ με τον ηλικιωμένο πατέρα που «σκηνοθετεί» την κηδεία του για να αναγκάσει τα παιδιά του να έρθουν χρονιάρες μέρες στο σπίτι). Σίγουρα, όμως, δεν κάνουν όλη τη «βρώμικη» δουλειά. Η «γκρίζα μειονότητα» στην οποία εν ευθέτω χρόνω όλοι (υπενθυμίζω κακεντρεχώς: οι τυχεροί) θα προσαρτηθούμε, παραμένει περιθωριοποιημένη, γραφική, εκδικητική (του τύπου «εκεί που είσαι ήμουν, εκεί που είμαι θα ‘ρθεις») και απευκταία.
Στην Ελλάδα της κρίσης και των δημογραφικών βομβών (με τους εν εξάλλω συνταξιούχους να εκτοξεύουν προ ημερών αβγά, γιαούρτια και ντομάτες στην είσοδο του υπουργείου Εργασίας) η εικονογραφία του γήρατος εξαντλείται στα συνήθη, θλιβερά, μακριά-από-εμάς στερεότυπα (μοναξιά, εγκατάλειψη, άνοια και ανία, κατάθλιψη, παραιτηθέν σούρσιμο της παντόφλας, ΚΑΠΗ και συμπάθεια). Με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις τους τελευταίους μήνες στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Ενδεικτικό «Το γήρας –Ενα χορικό» της Γεωργίας Μαυραγάνη στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε παραστάσεις του οποίου μαθαίνω ότι (νεαροί κυρίως) θεατές ξεσπάνε σε λυγμούς. Ή «Ο μπαμπάς» (Σταμάτης Φασουλής) με το Αλτσχάιμερ στο Θέατρο Δημήτρης Χορν.

Αλλά και νέες εκδόσεις αποτολμούν φρέσκες αναγνώσεις στα γηρατειά. Ανάμεσά τους π.χ. το «Μεγαλώνοντας» της Σοφί Φοντανέλ (εκδ. Στερέωμα) όπου η συγγραφέας/δημοσιογράφος βιώνει το βίαιο μεγάλωμα της μητρός της: «Πρώτο πέσιμο της μητέρας μου. Πόσο αμάθητη ήμουν. Πίστευα ακόμα ότι μπορούσε να βοηθά κάποιος χωρίς να αφοσιωθεί». Αλλά και η «Χάρτινη μνήμη» (εκδ. Μίνωας) της 28χρονης Βρετανίδας Εμα Χίλι (βραβείο Costa Book 2014), η οποία επιχείρησε μια έρευνα στο μυαλό των ηλικιωμένων, εμφυσώντας ζωή σε μια αλλόκοτη αστυνομική ηρωίδα, τη Μοντ: μια ηλικιωμένη που πάσχει από κάτι που μοιάζει με άνοια και προσπαθεί να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης μιας φίλης της. «Πριν από μερικά χρόνια θα έφριττα με τον εαυτό μου –να βλέπω τηλεόραση μέρα μεσημέρι. Τι άλλο έχω να κάνω όμως; Καμιά φορά διαβάζω, αλλά δεν βγάζω πια άκρη από την πλοκή των μυθιστορημάτων και δεν θυμάμαι ποτέ πού έχω μείνει. Μπορώ, λοιπόν, να βράσω ένα αβγό. Και μπορώ να δω τηλεόραση. Μετά από αυτά, απλώς περιμένω: την Κάρλα, την Ελεν, την Ελίζαμπεθ».

Επιτέλους αρχίζουμε να μαθαίνουμε τι σκέφτονται. Πριν από δεκαπέντε ακριβώς χρόνια, στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ που είχα κάνει για την προκατάληψη κατά του γήρατος (σε άπταιστα ελληνικά «ageism»), είχα ρωτήσει ανυποψίαστους προκεχωρημένης ηλικίας ανθρώπους στους δρόμους της Αθήνας: «Ποιο είναι το χειρότερο στο να είσαι ηλικιωμένος;». Θυμάμαι το αιφνιδιασμένο βλέμμα τους –όχι μόνο για τη φύση του ερωτήματος αλλά και για το ότι κάποιος ασχολούνταν μαζί τους. Με «ζύγιζαν» και ύστερα ενέδιδαν. Ιδού μερικές από τις απαντήσεις που είχα καταγράψει: «Το να μη γεύεσαι τον έρωτα», «Προτιμώ να σας απαντήσω ποια είναι τα ωραιότερα πράγματα που έχω βρει εγώ: το διάβασμα και η σκέψη», «Ο φόβος του θανάτου», «Το ότι όλα δείχνουν πια τελείως μάταια. Ακόμη και οι παλιές ιστορίες», «Ο φόβος μήπως χάσεις το μυαλό σου. Ενας εξάδελφός μου ρωτούσε και ξαναρωτούσε: «Mήπως είπα καμιά κουταμάρα;»», «Το ότι μπορείς να θαυμάσεις έναν ωραίο πίνακα, αλλά όχι ένα ωραίο κορίτσι που θα δεις στον δρόμο».
Αρχίζουμε να μαθαίνουμε τι σκέφτονται. Θα μας πάρει βέβαια πολλά χρόνια ακόμη για να διανθίσουμε την ερασιτεχνική σπουδή μας στο γήρας με αυτό που έλεγε ο Ζαν Κοκτώ: «Το πιο απαίσιο πράγμα στο να γερνάς είναι ότι μέσα σου παραμένεις νέος».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ