Βυθισμένος στην πολυθρόνα του, ο Χαμ δεν μπορεί να πάει πουθενά. Κατ’ αρχάς δεν βλέπει. Πίσω από τα μαύρα γυαλιά, τα μάτια του έχουν γίνει άσπρα, λέει στον Κλοβ. Δεν ξέρουμε ποια ακριβώς σχέση συνδέει τους δύο άνδρες. Σίγουρα πάντως ο Χαμ έχει το πάνω χέρι: ο Κλοβ τον υπακούει πιστά, όσο κι αν ο τελευταίος μοιάζει να διαμαρτύρεται ή να δυσφορεί. Ο Κλοβ εξάλλου έχει σοβαρότερα προβλήματα: δεν μπορεί να καθήσει. Είναι αναγκασμένος να βρίσκεται μονίμως όρθιος ή σε κίνηση. Οχι ότι έχει πολλά μέρη να πάει. «Εξω από εδώ ο θάνατος» μαθαίνουμε. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Κλοβ, ο οποίος κοιτάζει τακτικά με ένα τηλεσκόπιο από το παράθυρο και δίνει αναφορά στον Χαμ, ο ήλιος είναι μηδενικός, τα κύματα μολυβένια και το φως γκρίζο. Τίποτα δεν φαίνεται στον ορίζοντα, ούτε καν γλάροι.
Εχει χαθεί η ζωή από τον πλανήτη; Εχει συμβεί κάποια τρομερή καταστροφή; Δεν μαθαίνουμε ποτέ, σίγουρα όμως η Φύση που τους περιβάλλει έχει νεκρωθεί εδώ και καιρό. Οι δυο τους ψάχνουν τρόπους να παραμένουν απασχολημένοι. Το τηλεσκόπιο, το ξυπνητήρι, τα παυσίπονα, η βόλτα με την πολυθρόνα γύρω-γύρω στο δωμάτιο, το ψεύτικο σκυλάκι, η αναπόληση του παρελθόντος και, το σημαντικότερο όλων, το παιχνίδι. Το θέατρο. Τα «δράματα» που κατασκευάζουν και «παίζουν» για να γεμίζουν τον χρόνο, να ξεγελάνε το κενό. Η ρουτίνα που επαναλαμβάνεται με αδιόρατες παραλλαγές, ο Κλοβ που δηλώνει συνεχώς ότι θέλει να εγκαταλείψει τον Χαμ αλλά δεν το κάνει, ο Χαμ που του ζητάει να τον σκοτώσει αλλά δεν το εννοεί, τα υποθετικά σενάρια για την «επόμενη μέρα», οι ιστορίες που πλάθουν ή θυμούνται, οι συνεχείς αναφορές στις θεατρικές συμβάσεις και τα αστεία γύρω από το θέατρο: με αυτά δίνουν νόημα στην ύπαρξή τους. «Φεύγω. Τι να με κρατήσει εδώ;» λέει ο Κλοβ. «Ο διάλογος» του απαντά ο Χαμ. «Ας σταματήσουμε να παίζουμε» λέει αργότερα ο Κλοβ. «Ποτέ!» απαντά ο Χαμ. «Ετοιμάζομαι για τον τελευταίο μου μονόλογο» λέει προς το τέλος ο Χαμ κ.ο.κ.
Στο «Τέλος του παιχνιδιού» η απελπισία είναι κυρίαρχο αίσθημα. Το μέρος μυρίζει αποσύνθεση. Οι ηλικιωμένοι γονείς του Χαμ ζουν κλεισμένοι σε δύο τενεκέδες, από τους οποίους ξεμυτίζουν ενίοτε για να πουν δυο λόγια και να «επιβραβευθούν» με ένα μπισκότο. Δεν υπάρχει ούτε καν ένας Γκοντό, όπως επισημαίνει στην έξοχη ανάλυσή του ο Ρίτσαρντ Γκίλμαν. Οι ήρωες δεν περιμένουν πλέον καμία άφιξη. Εχει χαθεί και η τελευταία ψευδαίσθηση. «Σκέψου, βάλε το μυαλό σου να δουλέψει. Ζεις στη γη, δεν υπάρχει γιατρειά γι’ αυτό!» φωνάζει ο Χαμ στον Κλοβ. «Τι στο καλό φαντάζεσαι; Οτι η γη θα ξυπνήσει την άνοιξη; Οτι τα ποτάμια και οι θάλασσες θα γεμίσουν πάλι ψάρια; Οτι έχει ακόμη μάννα στον ουρανό για ηλίθιους σαν κι εσένα;». Η ευτυχία δεν υπάρχει ούτε ως μακρινή ανάμνηση. Ενοχές στοιχειώνουν την ανθρώπινη συνείδηση. Κι αυτή, εγκλωβισμένη σε ένα φως που ολοένα λιγοστεύει, παλεύει να βρει τις σωστές λέξεις να εκφραστεί, να δώσει το παρών, να επικυρώσει την εμπειρία της, να δικαιωθεί. Μέσα από την αφήγηση, μέσα από την «ερμηνεία», μέσα από την επικοινωνία με το «κοινό» –το όποιο κοινό. Στο βιβλίο του «The Making of Modern Drama» ο Γκίλμαν παρατηρεί ότι ίσως ο Χαμ και ο Κλοβ να μην αποτελούν διακριτές προσωπικότητες τελικά αλλά ο δεύτερος προέκταση του πρώτου –ο χώρος όπου όλα εκτυλίσσονται ίσως να είναι το δώμα του μυαλού και οι φιγούρες που κατοικούν εκεί θίασος που αυτό επινόησε για να στήσει το δικό του θέατρο. «Είμαστε όλοι παιδιά χαμένα στο σκοτάδι, μοναχικά, φλύαρα, απαρηγόρητα. Αλλά παίζουμε σε αυτή την περίπτωση το «παιχνίδι του τέλους», την ύστατη φάση μιας αφηρημένης ζωής που επεξεργάστηκε ο νους» καταλήγει.
Ως γνωστόν, το όνομα του Χαμ (Hamm) παραπέμπει στο «ham»: «κακός ηθοποιός που επιδίδεται σε υπερβολές». Με αυτή την «οδηγία» επιχείρησε η Λυδία Κονιόρδου να ξεκλειδώσει τον εν λόγω ρόλο. Επί σκηνής συναντάμε ένα πλάσμα ογκώδες, χωρίς φύλο, με στόμα α λα Τζόκερ (τον «κακό» του Μπάτμαν) και γυαλιά με λευκοπλάστ, που δεν αφήνουν τα μάτια να φανούν. Αγνώριστη. Κόκκινη ρόμπα και καπέλο, σαν μανδαρίνος. Aγνώριστο και το παίξιμό της. Ποτέ δεν έχω δει καλό ηθοποιό να κάνει με επιτυχία τον «κακό που επιδίδεται σε υπερβολές». Το αποτέλεσμα αποδεικνύεται απλώς αμήχανο. Αμορφο, πλαδαρό, κακότεχνο, ενοχλητικό. Και σαν να μην έφτανε η «πειραγμένη» φωνή της Κονιόρδου, ο σκηνοθέτης βάζει και τους άλλους τρεις ηθοποιούς να κάνουν το ίδιο, να αλλοιώσουν δηλαδή αισθητά ως προκλητικά τη φωνή τους. Το σύνολο δεν παλεύεται (αν και αποδεικνύεται πιο συμπαθής η Ελενα Τοπαλίδου ως Κλοβ). Τα μπεκετικά κλισέ (λευκά πρόσωπα, παπούτσια Σαρλό δέκα νούμερα μεγαλύτερα), η έλλειψη σκηνογραφικής φαντασίας, η αδυναμία ουσιαστικής ανάδειξης των αισθήσεων και νοημάτων του κειμένου, της απελπισμένης θεατρικότητάς του, η εμμονή σε κούφια σχήματα που δεν έχουν αφομοιωθεί με οργανικό τρόπο αλλά έχουν «φορεθεί» στους ηθοποιούς, όλα αυτά συνθέτουν μια άκρως απογοητευτική θεατρική εμπειρία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ