«Η εθνική στρατηγική για την εκπαίδευση και τη διά βίου μάθηση, ενσωματώνοντας τη Στρατηγική της Λισσαβόνας, δίνει έμφαση στην ποιότητα σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, με τη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα στοχεύει στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων, με ικανότητα ανταπόκρισης στις απαιτήσεις του σύγχρονου κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος.

Αναγκαία προϋπόθεση είναι η βελτίωση της ποιότητας και της ανταπόκρισης του εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και η εξοικείωση μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών με αυτές.»

(Σχετικά παλιό – πλην πάντα επίκαιρο στην ουσία του – κείμενο από επίσημη κρατική ιστοσελίδα με θέμα «Εκπαίδευση και Αγορά Εργασίας».)

Είμαι ο τελευταίος που θα αμφισβητούσε τις καλές προθέσεις του συντάκτη κειμένων όπως το παραπάνω (το επέλεξα τυχαία). Ομολογώ, εν τούτοις, ότι δυσκολεύομαι να συσχετίσω απόλυτα και μονοσήμαντα τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης προσωπικότητας με την ικανότητα ανταπόκρισης σε ένα οικονομικό περιβάλλον ή στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Εκτός, φυσικά, αν η έκφραση «ολοκληρωμένη προσωπικότητα» έπαψε να έχει το πλάτος και το βάθος που διαχρονικά της έχει αποδοθεί!

Γενικά μιλώντας, η σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ προϋπόθεση επιβίωσης. Κι αυτό είναι δεδομένο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Υπάρχουν όμως και κάποιοι εκπαιδευτικοί (ας τους χαρακτηρίσουμε, αν θέλετε, «αιθεροβάμονες») που εξακολουθούν να βλέπουν την εκπαίδευση μέσα από το ιδεαλιστικό πρίσμα της διαμόρφωσης χαρακτήρων. Γι’ αυτούς η ζωή είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από την επιβίωση και η μόρφωση οφείλει να στοχεύει σε ιδανικά πολύ υψηλότερα από μια επαγγελματική καταξίωση.

Επειδή, λοιπόν – για να χρησιμοποιήσω μια δημοφιλή έκφραση – και οι εκπαιδευτικοί αυτοί έχουν ψυχή (καθώς και δικαίωμα άποψης και λόγου), θα ήθελα να μοιραστώ κάποιες «αιρετικές» σκέψεις τους με τον αναγνώστη, δίχως, ασφαλώς, να διεκδικώ τη συμφωνία του με αυτές.

Σημειώνω καταρχήν ότι τον όρο «αγορά» θα τον χρησιμοποιήσουμε εδώ με κάπως γενικότερη σημασία: Εννοούμε ένα σύστημα προσφοράς και ζήτησης κοστολογούμενων αγαθών (προϊόντων ή υπηρεσιών) η αξία των οποίων διαμορφώνεται στο πλαίσιο του συστήματος μέσω του συσχετισμού της προσφοράς με τη ζήτηση. Με βάση αυτό τον αυτοματισμό, π.χ., καθορίζεται η τιμή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, καθώς και ο αριθμός των ατόμων που θα προσληφθούν για να καλύψουν μια συγκεκριμένη ανάγκη, κοινωνική ή ιδιωτική.

Από την έναρξη της οικονομικής κρίσης έχει αναπτυχθεί μια κλιμακούμενη αντίληψη σύμφωνα με την οποία πρωταρχικός (αν όχι μοναδικός) σκοπός της εκπαίδευσης είναι η προετοιμασία ενός νέου ανθρώπου για ένταξή του στην αγορά. Αναντίρρητα, η αγορά (με τη γενικότερη δυνατή σημασία του όρου) είναι ο στίβος όπου ο νέος θα αναζητήσει την ευκαιρία για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς ζωής και – γιατί όχι; – κοινωνικής καταξίωσης. Το ζήτημα είναι κατά πόσον η εκπαίδευση, ως κορυφαία διαχρονική αξία, θα πρέπει να περιορίσει το ρόλο της στην υπηρέτηση αυτών και μόνο των στόχων, με δεδομένο ότι η επιβίωση είναι αναγκαία προϋπόθεση αλλά όχι επαρκής συνθήκη για μια ολοκληρωμένη ζωή. Και η επίτευξη αυτής της ολοκλήρωσης υπήρξε πάντα η βασική αποστολή της εκπαίδευσης.

Ας φανταστούμε ένα ακραίο σενάριο: μια κοινωνία όπου το εκπαιδευτικό σύστημα είναι προσανατολισμένο αποκλειστικά στις ανάγκες της αγοράς. Ο άνθρωπος – μονάδα αντικαθίσταται βαθμιαία από τον άνθρωπο – εξάρτημα του συστήματος. Η ανθρώπινη μοναδικότητα, δηλαδή, υποκαθίσταται από την ανθρώπινη λειτουργικότητα στο πλαίσιο ενός προκαθορισμένου συστήματος αξιών με το οποίο ο άνθρωπος καλείται να είναι (ή να γίνει) συμβατός προκειμένου να επιβιώσει.

Η μοναδικότητα τείνει έτσι να γίνει αναλώσιμο είδος. Για παράδειγμα, μια ηλεκτρική συσκευή μπορεί να είναι μοναδική στο είδος της σε ένα σπίτι, αν όμως πάψει να λειτουργεί αντικαθίσταται από άλλη παρόμοια. Το ίδιο, κατ’ αναλογία, κι ένας οποιοσδήποτε επαγγελματίας μέσα στο απρόσωπο, ισοπεδωτικό χωνευτήρι της αγοράς σε αυτή την υποθετική κοινωνία. Ακόμα κι αν πρόκειται για έναν εκπαιδευτικό που είναι επιφορτισμένος με το έργο της διαχείρισης ανθρώπινων ψυχών…

Επιστρέφοντας στον κόσμο του πραγματικού, θεωρώ αναγκαίο να θέσω μερικά ερωτήματα (ελπίζοντας ότι δεν θα αξιολογηθούν ως ρητορικά από τον αναγνώστη) στα οποία οφείλουμε οι εκπαιδευτικοί να δώσουμε πειστικές απαντήσεις:

– Στο πλαίσιο του λειτουργήματός μας, διδάσκουμε στον μαθητή το «γιατί», ή μήπως περιοριζόμαστε όλο και περισσότερο στο «πώς»; Αναδεικνύουμε την αξία της γνώσης για τη γνώση με στόχο και μόνο τη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων και την εσωτερική καλλιέργεια; Ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη κριτικής σκέψης σε βάρος της απομνημόνευσης;

– Αφήνουμε περιθώρια στον μαθητή να αναδείξει και να αναπτύξει ιδιαίτερα προσωπικά χαρίσματα τα οποία δεν προορίζονται να εξυπηρετήσουν τη μελλοντική σχέση του με την αγορά, άρα σχετίζονται γενικότερα με τη ζωή και όχι στενά με την επιβίωση; Τον ενθαρρύνουμε να ανακαλύψει μέσα του αρετές που δεν κοστολογούνται, άρα δεν αγοράζονται ή πουλιούνται;

– Στην αποτίμηση του ρόλου μας ως δασκάλων, υφίσταται ακόμα η ανάπτυξη αυτογνωσίας ως κορυφαία αποστολή της εκπαίδευσης (κατά Σωκράτη), ή ο όρος κατάντησε να σημαίνει την ανακάλυψη δεξιοτήτων που θα καταστήσουν τον αυριανό πολίτη χρήσιμο (αν και ενδεχομένως αναλώσιμο) εξάρτημα του συστήματος της αγοράς;

– Εξηγούμε στον μαθητή ότι υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στο επάγγελμα και στο λειτούργημα (με τη σημασία της υψηλής κοινωνικής προσφοράς), έτσι ώστε όταν τα δύο συνυπάρχουν, το πρώτο να μην επισκιάζει κι εν τέλει καταργεί το δεύτερο;

– Και, τέλος, διδάσκουμε την αλληλεγγύη σαν αντίρροπη δύναμη στον ανταγωνισμό και σαν απαραίτητο συνεκτικό στοιχείο κάθε ανθρώπινης κοινωνίας;

Με βάση τις απαντήσεις μας σε ερωτήματα όπως τα παραπάνω, θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε το επίπεδο της προσφοράς μας στο λειτούργημα της εκπαίδευσης. Θα μπορέσουμε να διαγνώσουμε αν επάξια φέρουμε τον τίτλο του δασκάλου, ή αν θα πρέπει ενδεχομένως να περιοριστούμε, π.χ., σε αυτόν του καθηγητή.Αν είμαστε ταγμένοι στην αποστολή της διαμόρφωσης ανθρώπινης συνειδητότητας, ή αν απλά λειτουργούμε ως χορηγοί πληροφορίας σε ανθρώπινους αποθηκευτικούς χώρους με στόχο την παραγωγή χρήσιμων μελλοντικών εργαλείων σε ένα σύστημα που καταπίνει την ατομικότητα.

Μου είναι εύκολο τη στιγμή αυτή να μαντέψω τις πιθανές ενστάσεις του πραγματιστή αναγνώστη. Όμως, όπως είπαμε νωρίτερα, και οι «αιθεροβάμονες» δικαιούνται μια θέση στον ήλιο στους καιρούς της κρίσης. Ιδιαίτερα στο χώρο της εκπαίδευσης – ποιος ξέρει; – ίσως κάποια μέρα αποδειχθούν ακόμα και χρήσιμοι. Εκ των υστέρων, φοβάμαι…