O Γκράουτσο Μαρξ το έχει πει εγκαίρως και καλύτερα απ’ όλους: «Ποτέ δεν θα ήθελα να ανήκω σ’ ένακλαμππου θα δεχόταν κάποιον σαν εμένα ωςμέλος».
Εμείς, την αίσθηση του να ανήκεις σε ένα κλειστό κλαμπ την αναλύουμε κάπως καθυστερημένα. Και ασφαλώς, πολύ υποκριτικά.Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στο κέντρο της Αθήνας, εκεί ανάμεσα στα λερά πλακάκια, στα δεκάδες μαγαζιά που σε συνεννόηση με τον Δήμο Αθηναίων σκεπάζουν με τα μοντέρνα καθίσματά τους τα ελάχιστα πεζοδρόμια, ανάμεσα στα σκουπίδια και δίπλα σε μια κεντρική πλατεία που όσο περνάει ο καιρός γίνεται πιο άσχημη και από την Ομόνοια, ο εκλεκτισμός θριάμβευσε. Το Zonars, το café που πάνε οι αναμνήσεις να πεθάνουν, άνοιξε ξανά, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να επιστρέψει ο κοσμοπολιτισμός στο κέντρο της Αθήνας. Το άνοιξε τις πόρτες είναι σχετικό, γιατί, τις πρώτες ημέρες τουλάχιστον, ένας βλοσυρός πορτιέρης βρισκόταν έξω από τις γυάλινες πόρτες και απέρριπτε οποιονδήποτε δεν πληρούσε τις προδιαγραφές της επιχείρησης. Σωστό ή λάθος;

Η αλήθεια είναι στη µέση. Από τη μία, είναι ενοχλητικό. Η γενιά μου, όλοι οι 35άρηδες που σέβονταν τη μετεφηβική τους ύπαρξη, έχουν υποστεί στα τέλη των 90s την αγχωτική διαδικασία της εξόδου σε ένα από τα κλαμπ (κυρίως της παραλιακής, εκεί όπου η έννοια της «πόρτας» υπάρχει ακόμη στις καφετέριες όπου συχνάζουν οι ποδοσφαιριστές) στα οποία για να μπεις και να δεις ανθρώπους και κυρίως γυναίκες ντυμένες στα άσπρα να χορεύουν έπρεπε να εγκριθείς από έναν –ή και περισσότερους –ψηλούς, γυμνασμένους, ξυρισμένους άνδρες με ακουστικά στα τεράστια αφτιά τους. Στην πορεία, αυτά τα αυστηρά παιδιά έχασαν τη δουλειά τους (έχω την υποψία πως είδα κάποιους απ’ αυτούς σε συγκεντρώσεις της Χρυσής Αυγής), η νύχτα ταπεινώθηκε, ακολούθησε μια πιο έντεχνη προσέγγιση και η έννοια του exclusive πνίγηκε στη διαχείριση της κρίσης. Οποιος σκεπτόμενος άνθρωπος έχει υποβάλει τον εαυτό του στη διαδικασία της έγκρισης της ύπαρξής του από έναν ψηλότερό του άνδρα για τα ρούχα, την παρέα και τη φάτσα του, δεν μπορεί να μη νιώσει ταπεινωμένος από τις νεανικές επιλογές του.
Από την άλλη, είναι δικαίωμα του κάθε μαγαζιού να επιλέξει την αισθητική του. Αν επιθυμεί να οχυρώνεται, να απορρίπτει τις φάτσες που δεν ταιριάζουν στην αναβίωση της «παλιάς Αθήνας», ή τουλάχιστον αυτής που έχει ο καθένας στο μυαλό του, έχει το δικαίωμα να το κάνει, όσο και να διαφωνούμε, όσο και αν η αισθητική του αποκλεισμού είναι εξ ορισμού ξεπερασμένη, παρωχημένη και απορριπτέα, ειδικά όταν γίνεται τόσο επιδεικτικά. Ο αποκλεισμός, άλλωστε, μπορεί να συμβεί από τις υπερκοστολογημένες τιμές και έτσι χωρίς πολλές φανφάρες θα δημιουργηθεί μια γκετοποιημένη νησίδα δήθεν ανωτερότητας στο κέντρο μιας παραιτημένης πόλης.

Και εδώ εµφανίζεται το πρόβλημα. Στα χρήματα. Το πρόβλημά μας, ο λόγος του εκνευρισμού μας, έχει να κάνει πάλι με τα χρήματα. Με το ότι η μεσαία τάξη, αυτή που λίγα χρόνια πριν θα σύχναζε στο εκάστοτε Zonars, δεν μπορεί πια να αντεπεξέλθει σε απολαύσεις που κάποτε ήταν δεδομένες. Και γι’ αυτό διασκεδάζει πια μαλώνοντας στο Facebook, φωνάζοντας για αποκλεισμούς και δίνοντας ταξικές προεκτάσεις στην πόρτα ενός από τα χιλιάδες cafés του κέντρου της Αθήνας.
Η φτώχεια φέρνει γκρίνια. Και εσωστρέφεια. Η Ελλάδα –και κυρίως η Αθήνα –έχει σιωπηλά χωριστεί σε μέρη αποκλεισμών όπου αν ξεχωρίζεις δεν μπορείς να παραστείς. Από τη Γλυφάδα μέχρι τα Εξάρχεια, περισσότερο από ποτέ, το ταξικό, ιδεολογικό, αισθητικό πρότυπο που διαφέρει αποκλείεται με όχημα την ιδεολογία του καθενός. Ο Γκράουτσο Μαρξ έκανε λάθος. Εμείς θέλουμε να ανήκουμε σε ένα κλαμπ που θα δέχεται μόνο κάποιον σαν και εμάς ως μέλος για να βρίζουμε τους άλλους. Είναι και αυτό μια πρόταση διασκέδασης.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ