Ξεσπούν τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας ανησυχητικές υποθέσεις που αφορούν τις απόψεις και θέσεις επιστημόνων. Πέρα από την κριτική, τις αντιρρήσεις, τις ενστάσεις ή και την απόρριψη, οι υποθέσεις αυτές περιλαμβάνουν επίσης την ad hominem επίθεση, τον ευτελισμό των απόψεων του κρινομένου, τη «δίκη προθέσεων», ακόμη όμως και τη σπίλωση, τον διασυρμό ή την ποινικοποίηση.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του καθηγητή Ν. Μαραντζίδη, του οποίου η επιστημονική μεθοδολογία βρέθηκε στο στόχαστρο πολιτικών προσώπων και κομμάτων με αποτέλεσμα να ζητηθεί η λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον του. Επίσης, ο καθηγητής Ιστορίας Αντώνης Λιάκος, που προσφάτως ανέλαβε πρόεδρος της Επιτροπής Διαλόγου για την Παιδεία, δέχθηκε δριμεία κριτική αλλά και ακραίες επιθέσεις για τις επιστημονικές απόψεις του σχετικά με την εθνική Ιστορία, οι οποίες εξισώθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις με τον «εθνομηδενισμό» και την «εθνική υπονόμευση». Αλλά και ο καθηγητής Χάιντς Ρίχτερ διώκεται για τις απόψεις που εξέθεσε σε μελέτη του σχετικά με τη Μάχη της Κρήτης και την κατάκτηση του νησιού από τους ναζί με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο.
Ξεκινώντας από την τελευταία περίπτωση, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι δεν έχει σημασία αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, σε επιστημονικό ή ακόμη και σε αξιακό επίπεδο, με το περιεχόμενο των απόψεων μελετητών. Αυτό που έχει σημασία, τόσο για τις δυνατότητες και τις προοπτικές της επιστημονικής έρευνας όσο και για την ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα μας, είναι να κρίνονται οι απόψεις από τις επιστημονικές κοινότητες αλλά και από την κοινωνία με προσήλωση στην ελευθερία της γνώμης και της άποψης. Η κριτική περιλαμβάνει την ένσταση, τη διαφωνία ή και την απόρριψη αλλά δεν ωφελείται ούτε από τη λογοκρισία ούτε από την ποινικοποίηση.
Πέρα όμως από τις ατομικές περιπτώσεις, αξίζει να σταθούμε σε δύο ευρύτερα ζητήματα.

Πρώτον, κριτικές και επιθέσεις για τις επιστημονικές ή παιδαγωγικές τους απόψεις και πρακτικές έχουν δεχθεί στοχαστές, δάσκαλοι, μελετητές, επιστήμονες και διανοητές, άνδρες και γυναίκες, πολλές φορές στη νεότερη και σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Από τον Α. Δελμούζο ως τον Ε. Παπανούτσο και από την Πηνελόπη Χριστάκου ως τη Ρόζα Ιμβριώτη, δεν είναι λίγοι εκείνοι που βρέθηκαν στο στόχαστρο των αντιπάλων τους. Ζητήματα όπως η εθνική Ιστορία, η γλώσσα ή η θρησκεία κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές τις αντιπαραθέσεις. Θα ήταν λάθος όμως να διαβάσουμε όλες αυτές τις υποθέσεις με όρους γραμμικής συνέχειας. Μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, η κριτική αλλά και οι επιθέσεις που δέχθηκαν διανοούμενοι, ιστορικοί, παιδαγωγοί, δημοτικιστές, σοσιαλιστές, φεμινίστριες αλλά ακόμη και φιλελεύθεροι στοχαστές προέρχονταν και εξέφραζαν κυρίως τους χώρους και τους εκπροσώπους του συντηρητικού «κομφορμισμού». Αφορούσαν την «υπεράσπιση πατροπαράδοτων αξιών» που «απειλούνταν» από «εκκεντρικούς νεωτεριστές». Αυτό το ρεύμα κριτικής, η «κομφορμιστική επανάσταση», δεν έχει εξαφανιστεί αλλά παραμένει μερικώς ενεργό στις μέρες μας. Ωστόσο, δίπλα στις ανησυχίες περί «πατροπαράδοτων αξιών που κινδυνεύουν» αρθρώνεται ένας ιδιόμορφος «αντισυστημικός λόγος». Αυτός δεν αποβλέπει στην προστασία του στάτους κβο από «επικίνδυνους νεωτεριστές». Αντίθετα, αυτοπροβάλλεται ως αντίθετος με το «σύστημα» και θέτει στο στόχαστρο όσους θεωρεί εκπροσώπους ενός αόριστου «κατεστημένου» που επιτίθεται στο «επαναστατικό» έθνος, στην «αντιστασιακή» κοινωνία και στη χώρα. Αυτού του είδους η αυτοπροσδιοριζόμενη ως «αντισυστημική κριτική», αριστερή και δεξιά ή αριστεροδεξιά, χαρακτηρίζεται από καχυποψία απέναντι στη διανόηση και συνυπάρχει συνήθως με συνωμοτικές αντιλήψεις για τη «νέα τάξη», την παγκοσμιοποίηση, τον καπιταλισμό που υποτίθεται ότι υπηρετούν επιστήμονες ή στοχαστές.

Δεύτερον, επιστημονικές απόψεις όπως του Χ. Ρίχτερ, με τις οποίες όπως αναφέρθηκε παραπάνω δεν έχει σημασία αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε, διώκονται με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο. Αυτή η εξέλιξη ενδέχεται να προκαλέσει σύγχυση γύρω από τον χαρακτήρα και τις στοχεύσεις της αντιρατσιστικής νομοθεσίας, η οποία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και δεν αξίζει να καταστρατηγείται αλλά ούτε και να απαξιώνεται στα μάτια των κριτικά σκεπτόμενων πολιτών, ταυτιζόμενη με τη λογοκρισία και την ποινικοποίηση επιστημονικών θέσεων. Οι πολιτικές κατά του ρατσισμού, οι οποίες φυσικά δεν εξαντλούνται στη νομοθεσία αλλά περιλαμβάνουν καίριους τομείς όπως η εκπαίδευση, έχουν ως στόχο να διασφαλίσουν την ισότητα και την ελευθερία των ανθρώπων, όχι να λειτουργήσουν ως δούρειος ίππος για τον έλεγχο της σκέψης. Ο λόγος των διακρίσεων, της απαξίας αλλά και του μίσους εναντίον «διαφορετικών» ατόμων ή ομάδων που τόσο συχνά αρθρώνεται γύρω μας είναι ο πραγματικός εχθρός.
Ζούμε στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη, λόγω της κρίσης, των πολέμων, των ανταγωνισμών αλλά και της τρομοκρατίας, μέσα σε περιβάλλοντα πολιτικών και ιδεολογικών εντάσεων και συγκρούσεων οι οποίες διευκολύνουν την ακραία αλλά και άκριτη πόλωση. Αν αυτή ποτίσει και διαβρώσει τον δημόσιο βίο, καλλιεργώντας κλίμα ελέγχου και αστυνόμευσης των απόψεων, ο μεγάλος χαμένος θα είναι οι ελευθερίες όλων μας, επιστημόνων και μη.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ