Ενας άνδρας στο βάθος της σκηνής σκύβει προς το μέρος του καθρέφτη και επεξεργάζεται το πρόσωπό του. Είναι ηλικιωμένος. Δεν τον πειράζουν, λέει, οι ρυτίδες. «Είναι αυτή η ασχήμια» που τον ανησυχεί. Κυρίως στα χέρια. «Ρώτησα τρεις γιατρούς: τι στην ευχή να κάνω με τα χέρια μου; Αυτές τις καφέ κηλίδες μπορούν να τις αφαιρέσουν. Αλλά οι φλέβες; Το χαλαρό δέρμα; Είναι φρικτά» συνεχίζει. Αρνείται να δεχτεί αυτή την αναντιστοιχία. Του έξω και του μέσα. Εξω ζαρωμένος, μέσα φρέσκος. «Ενας γερο-έφηβος! Να τι είμαι!» ξεσπαθώνει.
Μπαίνουν τώρα κι άλλοι ηλικιωμένοι, καθένας με τον νεαρό ή τη νεαρή συνοδό του (παραδόξως, μία από τις «ηλικιωμένες» κυρίες είναι πενήντα ενός ετών). Πέντε «ζευγάρια» συνολικά. Μιλούν προς το κοινό. Λένε για τα λάθη τους. Για την ηλικία τους (ναι, την αποκαλύπτουν ανενδοίαστα). Δεν πάνε πια από την ανηφόρα, αλλά από το ίσωμα… Κοροϊδεύουν τους «γέρους» που κάνουν κόλπα με τη χωρίστρα για να κρύψουν τη φαλάκρα. Θυμούνται τα παλιά. «Ημουνα γκόμενα» μας λέει η 81χρονη Φραντζέσκα Αλεξάνδρου. Σιγά-σιγά μαθαίνουμε περισσότερα… Η Φραντζέσκα, ας πούμε, ήταν ηθοποιός. Τα παράτησε όμως όταν πέθανε ο σύζυγός της, επίσης ηθοποιός. Η φωτογραφία της σε νεαρή ηλικία προβάλλεται σε μια οθόνη –η ομορφιά και το παράστημά της εντυπωσιακά. «Τι κάνει ο χρόνος στους ανθρώπους» σκέφτεται κανείς συγκρίνοντας το «τότε» με το «τώρα». Η ίδια όμως ξεχειλίζει ευφορία. Τίποτε επάνω της δεν μαρτυρεί θλίψη, το πνεύμα της δεν μοιάζει καταβεβλημένο από το αδηφάγο γήρας. Το βλέμμα της, το σώμα της, η κίνησή της, η φωνή της, όλα εκπέμπουν αισιοδοξία: τα κατάφερα κι έφτασα ως εδώ. Επιβίωσα. Είναι κι αυτό κάτι, μοιάζει να μας λέει με το σκαμπρόζικο ύφος της.
Ετσι γνωρίζουμε ολωνών τις ιστορίες. Της 78χρονης Μάγδας Λέκκα με την ωραία φωνή –επίσης καλλονή στα νιάτα της. Του 72χρονου Ηλία Κατέβα, που έπαιζε για χρόνια στο θέατρο «Στοά». Του 70χρονου Δημήτρη Μπικηρόπουλου που έκανε όλες τις δουλειές, από κομπρεσέρ μέχρι τυροπιτάδικο. Της 51χρονης Χρυσής Βιδαλάκη που σπατάλησε δεκαέξι πολύτιμα χρόνια σε μια τράπεζα. Οι ανάλογες φωτογραφίες συνοδεύουν κάθε αφήγηση. Τίποτε μελοδραματικό. Αντιθέτως, χιούμορ και ελαφρότητα κυριαρχούν σε όλο το ταξίδι. «Πονάω εδώ, πονάω εκεί, πονάω όλος, μόνο στον κώλο δεν πονώ» λένε κάποια στιγμή διακωμωδώντας τις παθήσεις του γήρατος, για να καταλήξουν: «Αχ, ας ήμουν όλος κώλος». Οχι ότι δεν υπάρχουν σκοτεινές στιγμές. Οταν θυμούνται αγαπημένα πρόσωπα που έχασαν, π.χ. Ή όταν μιλούν για τη μοναξιά. Για την «τελική ευθεία»… «Πόσες μέρες έχω; Πόσες; Πόσες;» αναρωτιέται επιτακτικά ο Δημήτρης. Για να τον καθησυχάσει ο νεαρός συνοδός του: «Δεν πειράζει, δεν πειράζει». Ο παλιμπαιδισμός. Η ακράτεια, που κάνει χάλια τα σεντόνια. Το χειρότερο; Που «δεν έχεις πια πολλή μουσική εντός σου για να κάνεις τη ζωή να χορέψει, αυτό είναι».
Ισως οι ελέφαντες έχουν την πιο συγκινητική νεκρική τελετή. Αφού διαλέξουν έναν σύντροφο, αποχωρούν από το κοπάδι και ψάχνουν ώρες μέσα στη σαβάνα μέχρις ότου βρουν το κατάλληλο μέρος: «Γιατί ξέρει ότι ήρθε η στιγμή να πεθάνει, τον θάνατο τον κουβαλά μέσα του, αλλά θέλει να τον εντάξει στον χώρο, σαν να πρόκειται για ένα ραντεβού, σαν να θέλει να τον δει τον θάνατο καταπρόσωπο, έξω απ’ αυτόν, και να του πει καλημέρα, κύριε θάνατε, ήρθα…» (απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο Τριστάνο πεθαίνει» του Αντόνιο Ταμπούκι). Εχουμε όμως κι εμείς τον δικό μας τρόπο να συναντάμε το τέλος. Ο θίασος αρχίζει να χορεύει σε κύκλο ένα τσάμικο, στο οποίο σιγά-σιγά παρεμβάλλεται το περίφημο στάσιμο από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Η αντιπαράθεση λειτουργεί καταλυτικά. Οι στίχοι του Σοφοκλή «το να μην έχεις γεννηθεί, / αυτό είναι το καλύτερο· / το δεύτερο καλό, αν έχεις γεννηθεί / να πας το γρηγορότερο / εκεί απ’ όπου βγήκες» σκάνε ξαφνικά, σαν κεραυνός.
Από αυτό το στάσιμο ξεκίνησαν όλα, άλλωστε, σύμφωνα με τη σκηνοθέτρια της παράστασης, Γεωργία Μαυραγάνη. Η ιδέα εξελίχθηκε, πήρε σάρκα και οστά μέσα από συναντήσεις και συνεντεύξεις με πληθώρα ηλικιωμένων τους οποίους η δημιουργός αναζητούσε σε διάφορα μέρη εντός και εκτός Αθηνών –π.χ. σε γηροκομεία ή αλλού. Η επιλογή των παλαίμαχων ηθοποιών έδωσε στο εγχείρημα την τελική ώθηση και τον καθοριστικό χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα –ένας συνδυασμός θεάτρου-ντοκουμέντου και μυθοπλασίας, ένα προσεγμένο, τρυφερό, γοητευτικό κολλάζ από μαρτυρίες, τραγούδια, στάσιμα, λόγο καθημερινό αλλά και ποιητικό ή μυθιστορηματικό –αξίζει πραγματικά την προσοχή μας και προκαλεί αβίαστα τη συγκίνησή μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ