Μοιάζει σχεδόν τρομακτικό αλλά είναι αλήθεια. Ενας καβγάς μεταξύ δύο προσώπων της τηλεόρασης μπορεί να καταλήξει σε ένα τριτοκοσμικό θέαμα. Χάνονται το μέτρο, οι καλοί τρόποι, η όποια παιδεία, οι κανόνες, ο σεβασμός, χάνονται όλα. Την περασμένη εβδομάδα η Τζένη Μπαλατσινού και ο Δημήτρης Παπανώτας σχεδόν «ξέσκισαν τις σάρκες» ο ένας του άλλου με αφορμή μια παρεξήγηση, ένα σχόλιο. Μικρή σημασία έχουν τόσο η αφορμή όσο και η ταυτότητα των προσώπων. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, απλώς οι συγκεκριμένοι δεν μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις.
Μεταξύ των κατηγοριών και της λάσπης που εκτοξεύθηκε εκατέρωθεν ακούστηκαν ομοφοβικά και σεξιστικά σχόλια (οι γκέι μισούν τις γυναίκες, η γυναίκα που συνάπτει σχέση με νεότερο είναι «τεκνατζού» και παραμελεί τα παιδιά της, η πλαστική είναι ταμπού, ο άντρας ο πολλά βαρύς δέρνει) και άλλα πολλά εμετικά και απαράδεκτα. Λυπηρό για μια γυναίκα που η αισθητική της είναι πάνω από τον μέσο όρο της τηλεόρασης και για έναν σχολιαστή του οποίου η καυστικότητα και η ευστροφία είναι οι λόγοι της μακρόχρονης παρουσίας του να καταλήγουν να διαπληκτίζονται σε αυτό το επίπεδο.
Εκτός από χυδαίο όμως όλο αυτό που έλαβε χώρα στα τηλεπαράθυρα και στα κοινωνικά δίκτυα είναι και δείγμα του σύγχρονου τηλεοπτικού πολιτισμού μας. Ανέκαθεν, ειδικά από τότε που το lifestyle και το κουτσομπολιό με την κιτρινίλα κυριάρχησαν στα τηλεοπτικά πλατό, κάθε πρόσωπο που παρουσιάζει ή συμμετέχει σε εκπομπή θεωρεί ότι ο τηλεθεατής αγωνιά για τις λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του, όσο άχαρες και ανούσιες και αν είναι αυτές, πως ό,τι ζει ή λέει «δικαιώνεται» όταν γίνεται μπροστά στις κάμερες και φυσικά πως ένας αγώνας μέσα στη λάσπη γίνεται πολύ πιο συναρπαστικός όταν η λάσπη φτάνει ως το πηγούνι.
Ισως κάποτε –κακώς, πολύ κακώς –αυτό να μπορούσε να δικαιολογηθεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του νεοπλουτισμού και της βλαχομπαρόκ αισθητικής μιας κοινωνίας που νόμιζε ότι ευημερούσε κολυμπώντας στα δανεικά και αγύριστα. Ισως τότε τα διάφορα τηλεοπτικά αστροπελέκια να είχαν λόγο ύπαρξης για να αναλύουν σε βάθος το μήκος και το πλάτος της μπούκλας, για να μπορούν να κοιτάζουν δίχως ενοχή και τσίπα μέσα από την κλειδαρότρυπα και να το βαφτίζουν όλο αυτό ρεπορτάζ. Τώρα όμως οι αντοχές της κοινωνίας άλλαξαν. Εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια. Και αυτά της υπομονής και αυτά της ανοχής και αυτά της κοροϊδίας. Δυστυχώς αυτό δεν αλλάζει το επίπεδο της ελληνικής τηλεόρασης το οποίο μέσα από την οικειοποίηση της χυδαιότητας είναι πλέον πολύ χαμηλό.
Ως επιμύθιο κάτι απλό αλλά σοφό και χρήσιμο όπως το διατύπωσε ο Νίτσε που καταδεικνύει όλο αυτό που συνέβαινε και συμβαίνει: «Οταν το σαχλό, το ευτελές, το αδύναμο, το χυδαίο εκλαμβάνεται ως κανόνας και το άσχημο και διεφθαρμένο ως χαριτωμένη εξαίρεση, τότε το δυνατό, το ασυνήθιστο και το όμορφο δυσφημίζονται».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ