Πρόκειται για τον υπότιτλο του πρόσφατου βιβλίου του Τίτου Πατρίκιου, «Ο πειρασμός της νοσταλγίας», στο οποίο ο ποιητής προσπαθεί να «κρατήσει στην επιφάνεια τα όσα ζήσαμε, τα όσα έζησα, ακόμα ώς προχτές», των ετών δηλαδή 1980 έως 2014. Μεγάλο τμήμα των «Σημειώσεων» έχει ως αντικείμενο τη λειτουργία της τέχνης και ειδικότερα της ποίησης, συχνά ως αντιθετική συζυγία ποίησης και ιστορίας ή ως «ιστορήματος» και «μυθιστορήματος». Με γείωση στο παρόν και τη «συνεχή ροή του» η επιστροφή στο παρελθόν και η στροφή προς το μέλλον συνιστούν ένα διαρκές «ταξίδι» με πολλά απρόοπτα.
Η απόσταση από το έργο που διενεργεί ο ποιητής-ημερολογιογράφος οδηγεί συχνά σε «ποιήματα ποιητικής» και αντίστοιχα σε «σημειώσεις ποιητικής». Ο επιλογισμός αυτός, ως αναστοχαστική δραστηριότητα, προκύπτει από τις αισθητικές επιλογές του Πατρίκιου κατά την ιστορική τους διαδρομή και ιδίως από τους τρόπους με τους οποίους «εφαρμόζει» τον θεωρητικό λόγο στην ποιητική πράξη.
Συχνά το ποιητικό ταξίδι, σε όλους τους σταθμούς και τα γυρίσματά του, προσφέρει ευκαιρίες για την αναδίπλωση του ποιητικού υποκειμένου σ’ αυτό που επιτελεί ως διανοούμενος περιηγητής. Το διακυβευόμενο «αναστοχάζεσθαι» («être réflexit», κατά τον Bourdieu) υπονοεί ότι αυτός επινοεί κάθε φορά μορφές αμφισβήτησης της πρακτικής που τον χαρακτηρίζει. Η «έξις» αποτελεί έτσι το σύνολο των ενδεχόμενων (και όχι δεδομένων) λύσεων σ’ έναν κόσμο αγοραφοβικό και συνάμα πρωτόγνωρο που τον καθιστά περισσότερο άξενο η επιβαλλόμενη «pensée unique» ως νομιμοποίηση των οικείων εξουσιαστικών πλεγμάτων και χειραγωγήσεων.
Προφανώς ο ποιητής/ταξιδευτής δεν παραμένει το πρώτον κινούν ακίνητον στους δακτύλιους της επικοινωνίας, τους οποίους βέβαια επιδιώκει διαρκώς να διευρύνει και να εμπλουτίζει σε βιώματα. Συχνά όμως, ανάλογα με την ιστορικοκριτική του σκευή και τους τρόπους εφαρμογής της στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του τόπου του, αυτού δηλαδή που ζει κάθε φορά, κατορθώνει να αποκρούει τις παγιδεύσεις του «homo folcloristicus» που αρκείται στην αυταρέσκεια των «αστείων» θρηνώντας τον ανέκκλητο παρθενικό υμένα όσων έχουν ήδη χαθεί. Ο ταξιδιώτης/αφηγητής συνθέτει τις «μαρτυρίες» του μέσα από τη δημιουργική αναστάτωση που εμπεριέχει το «έτερον», σε όποια διάσταση κι αν αυτό νοηθεί.
Η αναστοχαστική λειτουργία της ποίησης και προφανώς του ημερολογίου και η συναφής κατοπτρική τους στάση οδηγούν τον ποιητή σε διαδοχικά εγχειρήματα αυτοπροσωπογραφίας, στα οποία πλέον δεν αντικαθιστά ο πληθυντικός τον ενικό αριθμό ούτε το τρίτο το πρώτο πρόσωπο. Ισχύει βέβαια και για τον ίδιο τον ποιητή ό,τι έγραψε γενικώς για τη μεταβολή συγκεκριμένων σταδιοδρομιών σε «νοητικές συλλήψεις» και σε «χαρτονένια σύμβολα κοινωνικών διαδικασιών».
Συναφώς, η αυτοβιογραφία δεν αναλίσκεται σε «αναθύμηση» του παρελθόντος, αλλά στην επίτευξη μιας «δεύτερης, ή και μιας τρίτης, παράλληλης ζωής». Τούτο συμβαίνει ακόμη και στη «σπάνια περίπτωση» που παραμένει «εντελώς πιστή στα γεγονότα», εφόσον συνιστά μια «ατομική εσωτερίκευση του κόσμου» που διακινείται ανάμεσα στη λήθη και τη μνήμη και στοιχηματίζει στο παρόν για μια «παρτίδα» που η έκβασή της θα κριθεί σε ένα απώτερο μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση στοιχειοθετείται ένα «δοκίμιο» το οποίο λειτουργεί προφανώς με τους όρους της ποίησης και του ημερολογίου καθώς και με την ιδιάζουσα δυναμική του είδους που συνίσταται στον ενιαίο αφηγηματικό πυρήνα. Μάλιστα η δοκιμή ποιητικής (και όχι εννοιολογικής) απάντησης στα κύρια προβλήματα του παρόντος ανταποκρίνεται πλήρως στον τρόπο συγκρότησης της «πολιτικής ανθρωπολογίας» του Πατρίκιου.
Ομως μια «ποίηση ιδεών», που ενισχύεται από το ημερολόγιο, στον βαθμό που έτσι οριοθετείται η «intentio auctoris», προσιδιάζει στη «δοκιμιακή» της υπόσταση και στην ανάγκη να αποφευχθεί η «καταστροφή του λόγου», ως έκφρασης και ως περιεχομένου. Μέσα από τα αφηγηματικά τεχνάσματα ο ποιητής ενδιαφέρεται να μην αναλωθεί σε μια «συμβαντο-λογική» γραφή, εφόσον επιλέγει με διακριτικό τρόπο τη διαρκή προβληματοθεσία και τη σκιαγράφηση των σύστοιχων απαντήσεων.
Ετσι δεν διολισθαίνει σε κάποια «μουσειακή» προσπέλαση του έως τώρα άγνωστου παρόντος ή έστω του προσεχούς μέλλοντος, μια και η πνοή του κειμένου δεν αποφεύγει κάποτε τη διαστολή προς τις διεργασίες που ενδεχομένως επίκεινται. Τούτο βέβαια δεν εξυπονοεί ότι εξουδετερώνεται ο σφυγμός του εφήμερου, δηλαδή ό,τι καθημερινοποιεί τη διαφορετικότητα και την καθιστά μη αναγώγιμη. Πάντως το γραμματειακό είδος του ημερολογίου, που αναπτύχθηκε πολύ πριν από την εδραίωση του τηλεοπτικού «λόγου», κινδυνεύει σήμερα περισσότερο από τους fast-thinkens και τα ομότροπα spots/σποτάκια και όχι από τους ποιητές που κρατούν σφριγηλό σημειωματάριο…
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ