Καθισμένος αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα Chesterfield, o πρόεδρος της μεγαλύτερης ποδοσφαιρικής ομάδας μιας χρεοκοπημένης χώρας μιλάει ήρεμα, με τη γεμάτη αυτοπεποίθηση φωνή του βαθύπλουτου ανθρώπου. Θα μπορούσαμε να τον φανταστούμε να ανάβει ένα πούρο, αλλά ίσως να μη χρειάζεται· ο χώρος δεν σηκώνει υπερβολές. Είναι σημαντικό να βλέπεις μπροστά και αυτός ο άνθρωπος το κάνει, βλέπει τη μεγάλη εικόνα, μιλάει για τη ζωή ύστερα από δέκα χρόνια. Τα πλάνα του είναι μελετημένα.
Η ομάδα του είναι η πιο δημοφιλής του χρεοκοπημένου αυτού τόπου. Οι οπαδοί της αποτελούν ένα ποσοστό πάνω από 51% των κατοίκων της χώρας. «Το γήπεδό μας», λέει, «είναι μια θεατρική σκηνή υπερβολικά έντονων συναισθημάτων. Αν ο Φρόιντ ζούσε και ερχόταν μια φορά στο γήπεδο θα έλεγε σίγουρα πως «πρέπει να αναθεωρήσω τις θεωρίες μου»».
Το ζήτημά μας, όμως, δεν είναι ούτε το ποδόσφαιρο ούτε η ψυχολογία. Είναι η πολιτική και ο τρόπος με τον οποίο η καμαρίλα ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου μπορεί να σε οδηγήσει στη Βουλή.
«Το πρώτο που βοηθάει», λέει, μιλώντας σε ένα περίεργο κοινό, «είναι πως δεν χρειάζεται να επενδύσω κεφάλαιο για να με μάθει κάποιος. Εχω αναγνωρισιμότητα κοντά στο 98%, χωρίς να χρειάζομαι διαφημιστή. Αν η ομάδα πάει καλά, αν είναι επιτυχημένη, αν κερδίζει τα ντέρμπι τουλάχιστον, η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω είναι ενός ανθρώπου με ικανότητες, ενός επιτυχημένου μάνατζερ. Ακόμη και να με μισούν οι αντίπαλοι οπαδοί, αν κερδίζω την ομάδα τους, κατά βάθος θα με ζηλεύουν, θα θεωρούν πως ένας τύπος σαν και εμένα χρειάζεται για να κάνει τη δουλειά. Και στο ποδόσφαιρο και στη χώρα.

Βοηθάει, ασφαλώς, η ομάδα να είναι δημοφιλής. Οταν τα πράγματα πάνε στραβά, υπάρχει πάντα μια λύση. Επειδή όλα στο ποδόσφαιρο έχουν να κάνουν με τον έλεγχο του συναισθήματος και της ματαιοδοξίας, όταν σκουρύνουν τα πράγματα απλά πρέπει να απολύσεις τον κάθε προπονητή. Ετσι καλύπτονται και τα δικά σου λάθη. Οι απολύσεις προπονητών είναι σαν την ηλεκτρική ασφάλεια: σε σώζουν από το κακό, πριν αυτό συμβεί».
Η διπλωματία της μπάλας δεν χρειάζεται ντροπές, απαιτεί επιθετικό μάρκετινγκ. «Κάθε Δευτέρα πρωί, αν η ομάδα έχει κερδίσει, πρέπει να είσαι επιθετικός. Εγώ έβαζα σε όλη την πόλη αφίσες που έλεγα τους αντιπάλους «κότες». Δεν ήταν ευγενικό, αλλά δημιουργούσε τρέλα και αυτό πάντα μόνο υπέρ του νικητή. Τη στιγμή που η χώρα έχει χρεοκοπήσει και υπάρχει κρίση αξιών, τώρα που οι πολίτες έχουν απορρίψει τους παραδοσιακούς πολιτικούς, εγώ φαίνομαι σαν ένας επιτυχημένος τύπος με αναγνωρισιμότητα και χρήματα. Τι άλλο χρειάζεσαι;».
Στην πραγματικότητα τίποτα· ίσως λίγη υπομονή. Και ο Μαουρίτσιο Μάκρι την είχε. Ο νέος πρόεδρος της Αργεντινής, ο εκατομμυριούχος πολιτικός, πρώην πρόεδρος της Μπόκα Τζούνιορς, την προηγούμενη εβδομάδα κέρδισε τις εκλογές. Εγινε ο πρώτος κεντροδεξιός πολιτικός μετά τη χρεοκοπία της χώρας που γκρεμίζει τον περονισμό. Την εξέλιξή του την είχε προβλέψει δημόσια από το 2001, όταν είπε τα παραπάνω λόγια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπως αποκάλυψε ο δημοσιογράφος Σάιμον Κούπερ στους «Financial Times». Το σχόλιο του δημοσιογράφου ήταν πως το σχέδιο ήταν τόσο καλό που απορεί πώς καθυστέρησε τόσο πολύ να το καταφέρει, σημειώνοντας πως και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Μίλαν) αλλά και ο Τζορτζ Μπους (Texas Rangers) ήταν πρόεδροι ομάδας προτού γίνουν ηγέτες χώρας.
Στη δική μας (οριακά) χρεοκοπημένη χώρα, μετά και τα όσα έγιναν το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στο πρωτάθλημα που καθ’ υπερβολήν αποκαλείται Super League, έγινε σαφές πως το ελληνικό ποδόσφαιρο ακολουθεί τη μοίρα της ελληνικής κοινωνίας: αποσυντίθεται όλο και πιο πολύ και η τελευταία επίφαση σοβαρότητάς του εξαφανίζεται. Αφιονισμένοι στρατοί, απαξιωμένοι πολιτικοί, επίδειξη δύναμης, κυκλώματα που κάνουν ακόμη και τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να κηρύξει «πόλεμο με τους τραμπουκισμούς», χωρίς να πείσει ιδιαίτερα. Το σκηνικό θυμίζει τη χρεοκοπημένη Αργεντινή λίγα χρόνια πριν, εκείνη την εποχή που ο Μάκρι ήταν δήμαρχος του Μπουένος Αϊρες. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και δικές μας καταστάσεις (ίσως να) είναι συμπτωματική.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ