Σε αντίθεση με όσα ερωτικά και πολιτικά οράματα περιγράφονται στο πρωτοποριακό κείμενο του Εμπειρίκου «Το Μπογιάτι ως κινούμενο τοπίο» (1933), αγαπημένο ανάγνωσμα του Ελύτη, η εικόνα της περιδινούμενης Ελλάδας είναι επικίνδυνη και εφιαλτική. Θα μπορούσε να ήταν απλώς κωμικοτραγική, ή «σουρεαλιστική», αν δεν σοβούσαν, κάθε ώρα και στιγμή, τόσοι κίνδυνοι. Αυτή η δυσοίωνη περιδίνηση στην οποία βρισκόμαστε, ειδικά τον τελευταίο χρόνο, δεν οφείλεται μόνο και τόσο μόνο στην αλλοπρόσαλλη πολιτική του συνασπισμού Συριζοανέλ. Ας είμαστε δίκαιοι. Για αυτή την επικίνδυνη εθνική ασυναρτησία ευθύνη έχουν, και μάλιστα ιδιαιτέρως μεγάλη, όλα τα λοιπά κόμματα του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου». Για τα εκτός δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Ολα αυτά τα κόμματα, παλαιά ή νέα, εξακολουθούν να συμπεριφέρονται με κύριο, αν όχι αποκλειστικό, κριτήριο την κομματική τους επιβίωση, προσφέροντας έτσι άλλοθι στην παλαιοκομματικού τύπου συντηρητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. «Και, γιατί, παρακαλώ», θα ερωτούσε κάποιος, «είναι ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα συντηρητικό ή αντιδραστικό;». Ενα απλό παράδειγμα ως απάντηση: ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να υποστηρίζει ότι η προοδευτική παιδεία δεν ορίζεται τόσο από την ποιότητα των δασκάλων και της παρεχόμενης εκπαίδευσης, από τα καλά σχολεία, την αριστεία, την άμιλλα κ.λπ., αλλά από το ποσοστό των καταλήψεων και άλλων «προοδευτικών» ενεργειών. Ας μελετήσει κάποιος τα όσα έχουν πει κατά καιρούς ο ιερέας του εκπαιδευτικού συντηρητισμού κ. Μπαλτάς και ο νυν αρχιερέας της «Αριστεράς και της Προόδου» κ. Φίλης.
«Ωραία λοιπόν!» θα απαντούσε πάλι εκείνος, καγχάζοντας δικαιολογημένα. «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η συντήρηση, τα άλλα κόμματα πρόοδος;» Ισα-ίσα. Αυτό είναι το θέμα μας, ότι δηλαδή σε αυτή την επικίνδυνη περιδίνηση του τόπου (οικονομία, κοινωνικά προβλήματα, φτώχεια, ανεργία, μεταναστευτικό κ.λπ.) μεγάλη ευθύνη φέρουν και τα υπόλοιπα κόμματα, και μάλιστα ευθέως ανάλογη με τα ποσοστά τους.

Παράδειγμα, για γέλια και για κλάματα, το πρόσφατο εσωκομματικό φιάσκο του ισχυρότερου κόμματος της αντιπολίτευσης που εξακολουθεί να φέρει τον τίτλο «Νέα (;) Δημοκρατία». Τέσσερις νοήμονες (όπως υποτίθεται) άνθρωποι, που διαρρηγνύουν τα κοστούμια τους για την ενότητα του κόμματος και τη συνακόλουθη κοινή αντιπολιτευτική τους στάση, απέτυχαν να οργανώσουν τις εσωκομματικές εκλογές τους. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό να δηλώνει κάποιος ότι δεν είναι οπαδός της ΝΔ. Ομως αυτό δεν σημαίνει πως δεν τον ενδιαφέρουν (και μαζί χιλιάδες άλλους, μη νεοδημοκράτες) η εξέλιξη και η σταθερότητα αυτού του κόμματος. Γιατί; Διότι, απλούστατα, τέτοιου είδους καμώματα, όπως τα πρόσφατα, μας προϊδεάζουν για το μέλλον. Αυτά λοιπόν τα καμώματα μπορούν να περιγραφούν ως «αμετακίνητη θέση προκειμένου να συντηρήσουμε τα πολιτικά/κομματικά κεκτημένα». Υψιστο δείγμα αυτής της συντηρητικής «πολιτικής» είναι η κομματική κατάρρευση του ΠαΣοΚ και η ιδεολογική ταπείνωση του ΣΥΡΙΖΑ.

Η συντήρηση είναι μια έννοια που έχει, όπως και ο διάβολος, πολλά ποδάρια. Εμείς πώς την ορίζουμε εν προκειμένω; Πολύ απλά και καθαρά: οτιδήποτε ευνοεί το προσωπικό, κομματικό συμφέρον απέναντι στο κοινό καλό είναι συντήρηση. Σκεφτείτε, λόγου χάρη, τη ΝΔ να είχε οργανώσει τις εκλογές της σκεπτόμενη το συμφέρον των ψηφοφόρων και κατ’ επέκταση όλου του λαού. Οι εκλογές θα είχαν γίνει και, ανεξάρτητα από τον νικητή, θα είχαν στεφθεί από επιτυχία. Σκεφτείτε τον ΣΥΡΙΖΑ να πολιτεύεται (σε όλα τα επίπεδα) προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον και όχι τις πολιτικάντικες ιδεοληψίες και πρακτικές κάποιων «εγκεφάλων», όπως λόγου χάρη οι «σύμβουλοι» του υπουργείου Δικαιοσύνης που πρόσφατα έγιναν γνωστοί. Σκεφτείτε όλα τα δημοκρατικά κόμματα, και τα σημερινά και τα χθεσινά, να είχαν αντιμετωπίσει, με βάση όχι το κομματικό αλλά το εθνικό συμφέρον, τον επάρατο δανεισμό και τη συνεχώς επαπειλούμενη χρεοκοπία του έθνους. Ουδείς, λοιπόν, αναμάρτητος.
Ομως αυτή η ανίατη, αντεθνική, τελικά, συντήρηση αφορά και εμάς τους ίδιους, ως άτομα. Εξακολουθούμε, σε μεγάλο ποσοστό, να παραμένουμε προσκολλημένοι στην όποια κομματική και πολιτική θέση και κομματική ιδιοτέλεια που προβάλλεται, κατά την αντίληψή μας, ως κοινό αγαθό. Αλλά είναι τα κριτήριά μας ορθά; Ή μήπως έτσι χειροτερεύουμε την κατάσταση επειδή εξακολουθούμε να παραμένουμε δέσμιοι σε μια συμφεροντολογική ιδεοληψία πως ό,τι είναι καλό και συμφέρον για εμάς και το κόμμα μας είναι καλό και συμφέρον για όλους; Αλλά η πατρίδα, ω αναγνώστα (hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère!), βρίσκεται σε μια φρικτή δίνη που όλο χειροτερεύει, εξαιτίας, τώρα, και των διεθνών συμβάντων. Τι απομένει; Τουλάχιστον ας αρχίσουμε να σκεφτόμαστε. Να συλλογούμαστε καλά. Δηλαδή ελεύθερα. Μετά θα έρθουν και τα υπόλοιπα.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ