Είναι φανερό πως τα όσα πρόσφατα συμβαίνουν στη ΝΔ, με αφορμή την εκλογή ηγεσίας από τη «βάση», δεν αποτελούν παρά την κορυφή του παγόβουνου. Και αυτό γιατί τα κόμματα είναι δυναμικοί και πολυδύναμοι πολιτικοί οργανισμοί στο εσωτερικό των οποίων δύσκολα βρίσκεται σταθερό σημείο ισορροπίας παρά τα όσα λέγονται και φαίνονται. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κάποιος πως η μικρο-ιστορία ενός κόμματος είναι η από μια ορισμένη σκοπιά ιστορία ενός ολόκληρου κράτους, καταλαβαίνει ότι οι φυγόκεντρες τάσεις και οι εσωκομματικές διαδικασίες αφορούν αυτόχρημα την ίδια την κοινωνία.
Από το 2009 η ολοπαγής κρίση έχει καταπιεί τέσσερις κυβερνήσεις, έχει προκαλέσει τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις και ένα δημοψήφισμα. Ο πολιτικός χρόνος έχει στ’ αλήθεια πυκνώσει και οι ανατροπές στη δημόσια ζωή είναι τόσο συχνές που οι πολίτες αδυνατούν να τις μεταβολίσουν. Οι εσωκομματικές δυστοκίες στη ΝΔ είναι λοιπόν σύμπτωμα της κρίσης του Πολιτικού εν γένει και όχι μόνο της κομματικής εκπροσώπησης μιας μερίδας του εκλογικού σώματος. Εν πρώτοις, τα τεκταινόμενα δείχνουν ότι υπάρχει στη χώρα ένα δραματικό έλλειμμα σε στελεχικό και πολιτικό προσωπικό, γεγονός το οποίο επιτείνει και τα προβλήματα διοικητικής πηδαλιούχησης αλλά και την αποξένωση και δυσπιστία απέναντι στα κόμματα και στους λοιπούς πολιτικούς θεσμούς.
Φαίνεται ότι το πολιτικό σύστημα εξαντλεί με ταχείς ρυθμούς τα όρια της νομιμοποίησής του και συνεπώς τους όρους αναπαραγωγής του, καθώς αδειάζει σιγά-σιγά η δεξαμενή της κοινωνικής συναίνεσης. Η αύξηση της αποχής, των άκυρων και των λευκών, οι μετατοπίσεις εκλογικών προτιμήσεων, η ενίσχυση της αρνητικής ψήφου και βεβαίως η εδραίωση της ναζιστικής Χρυσής Αυγής είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που συνθέτουν το εθνικό αδιέξοδο. Αδιέξοδο που επιτείνεται, αφού επί πέντε χρόνια τώρα η ελίτ εξουσίας αδυνατεί να συγκροτήσει ένα σχέδιο διεξόδου και υπέρβασης της κρίσης, αρκούμενη σε βραχυπρόθεσμες και κοντόθωρες λύσεις εκτάκτου ανάγκης που τελικά εμβαθύνουν τις ταξικές ανισότητες και ανακυκλώνουν τα κοινωνικά προβλήματα. Κι όλα αυτά εντός ενός εξαιρετικά ρευστού και κινδυνώδους διεθνούς περιβάλλοντος η αποτελεσματική αντιμετώπιση του οποίου απαιτεί ηγεσίες με αίσθηση αποστολής και φυσικά διαχειριστικές ικανότητες πολύ πάνω του μετρίου. Διαγράφεται έτσι ο κίνδυνος η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης να καταστεί καθημερινή ρουτίνα με πολίτες χρεωμένους και ένα πολιτικό και κομματικό σύστημα χρεοκοπημένο.
Πάντως, παρά την κρίση νομιμοποίησης, ενίοτε δε και νομιμότητας, των πολιτικών και διοικητικών θεσμών, η δέσμευση στην αξία της δημοκρατίας ως καθεστώτος και ως τρόπου ζωής, όπως και η προσήλωση στην ιδέα της δικαιοσύνης είναι παράμετροι που ακόμη τουλάχιστον δεν αμφισβητούνται. Αυτά όμως δεν αρκούν για τη σύμπηξη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, της ανεύρεσης δηλαδή ενός κοινωνικού-ταξικού συμβιβασμού. Οσο αυτό αναβάλλεται τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα θα εξακολουθούν να πλήττονται σε συνθήκες πλήρους απορρύθμισης. Και αναβάλλεται διότι, μεταξύ άλλων, το κομματικό σύστημα βρίσκεται σε καθεστώς ριζικής ανατροπής, καθώς ο συγκλίνων δικομματισμός της «εκσυγχρονιστικής» περιόδου φαίνεται να αντικαθίσταται από έναν περιορισμένο μεν, πλην όμως φυγόκεντρο πολυκομματισμό όπου δεν υφίσταται κάποιο «αξονικό κόμμα». Αυτό εμποδίζει τον σχηματισμό βιώσιμων κυβερνήσεων συνεργασίας και άρα αναστέλλει το κοινωνικό συμβόλαιο με αποτέλεσμα την κατίσχυση των ορθο(νεο)φιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών που έχουν οδηγήσει στα σημερινά αδιέξοδα και στην όξυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Ακόμη κι αν ήθελαν τα κόμματα εξουσίας δύσκολα θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις εν λόγω πολιτικές. Και τούτο όχι μόνο διότι αυτές υποστηρίζονται από τον διεθνή χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό και ο συσχετισμός ισχύος είναι εναντίον τους, αλλά και επειδή τα ίδια έχουν μετατραπεί ή μετατρέπονται σε κρατικά κόμματα καρτέλ που δομικά αδυνατούν να εκφράσουν και να αντιπροσωπεύσουν κοινωνικά συμφέροντα, αφού λειτουργούν αυτοαναφορικά. Υπό αυτούς τους όρους, λίγη σημασία έχει αν τελικά διασπαστεί ή διατηρήσει την ενότητά της η ΝΔ. Ούτε και έχουν ιδιαίτερη σημασία οι επικλήσεις στελεχών της στην «αποκατάσταση» των αρχών και των κοινωνικών αναφορών της. Οσο δεν απομακρύνεται από το μοντέλο του κόμματος καρτέλ και τη λογική του κράτους-λαφύρου, οι επικλήσεις αυτές θα λειτουργούν αναπόφευκτα ως ιδεολογική συγκάλυψη του λεγόμενου «κυβερνητισμού».
Συμπερασματικά, το ζήτημα έγκειται στο ότι η μεν ΝΔ πρέπει να πάψει να είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ να σταματήσει να γίνεται κόμμα καρτέλ κινούμενος στην κατεύθυνση της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας.
Αυτό προϋποθέτει πολλές μεταρρυθμίσεις του πολιτικού συστήματος τόσο συνταγματικές όσο και νομοθετικές-θεσμικές, συμπεριλαμβανομένης της ανασύστασης των όρων χρηματοδότησης των κομμάτων. Ενδεχομένως όμως έτσι η κρίση να οδηγήσει στην εκ νέου επινόηση του Πολιτικού.
Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ και πρόεδρος του ΔΣ του ΕΚΚΕ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ