Εφτασαν στο Ρουασί Παρασκευή, 13 Νοέμβρη 2015, το απόγευμα: Κάρπαθος – Αθήνα – Παρίσι. Κάποιοι έμπαιναν για πρώτη φορά στο αεροπλάνο· ένας μάλιστα δεν είχε ξαναβγεί ποτέ από το νησί. Αλλος ήταν πιλότος.
Εφτασαν απόγευμα και άρχισαν αμέσως, περιμένοντας τις αποσκευές, να χορδίζουν τα όργανα (τις λύρες, τις τσαμπούνες, τα λαούτα) και να προβάρουν μαντινάδες.
Ηταν οι οκτώ προσκεκλημένοι μουσικοί της Maison des Cultures du Monde [Στέγη των Πολιτισμών του Κόσμου] για δύο συναυλίες παραδοσιακής μουσικής της Δωδεκανήσου το Σάββατο και την Κυριακή, στο Boulevard Raspail, στην καρδιά του Παρισιού.
Λίγες όμως ώρες μετά την άφιξή τους η Πόλη του Φωτός είχε παραλύσει, γιατί εκατόν τριάντα άνθρωποι χάσανε τη ζωή τους κι άλλοι τόσοι χαροπαλεύαν, επειδή θέλησαν κι αυτοί, το βράδυ εκείνο της Παρασκευής, ν’ ακούσουν μουσική.
Γιατί κάποιοι ψάχναν απελπισμένα τ’ αδέλφια και τους συναδέλφους, τα παιδιά και τ’ ανίψια τους σε νοσοκομεία, πλατείες, νεκροτομεία.
Οι συναυλίες ακυρώθηκαν και το Λούβρο έκλεισε. Ο δημόσιος βίος ήταν ανοικτός μόνο για οπλισμένους ή για αιμοδότες.
Οι οκτώ μουσικοί της Καρπάθου έδιναν όμως τη συναυλία τους ασταμάτητα στο μετρό και στις πλατείες, ξορκίζοντας με τη μουσική τον φόβο που παραλύει τα νεύρα του ανθρώπου και σβήνει την ενέργεια από τη σάρκα του:

Φύγε από με κακή καρδιά, πήγαινε παραπέρα…
Κάποια στιγμή το γατάκι νιαούρισε και κοίταξα στο ματάκι της πόρτας να δακρύζει το κοριτσάκι που το κρατούσε.

Και ποιος δεν δάκρυσε εκείνο το Σαββατοκύριακο στο Παρίσι…

Τη Δευτέρα η πόλη επιχείρησε να ανακτήσει τον ρυθμό της.
Η προγραμματισμένη μουσική συνάντηση στο Institut National des Langues et des Cultures Orientales [Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών] επρόκειτο να πραγματοποιηθεί κανονικά στη Rue de Lille, στην αίθουσα τελετών: πίσω από το quai Malaquais που κοιτάζει, αιώνες τώρα, πάνω από το ποτάμι, το Λούβρο.
Και στην εσωτερική αυλή του ιστορικού μεγάρου όσοι γενναίοι φιλέλληνες και φιλόμουσοι προσήλθαν αντίκρισαν μπροστά στο άγαλμα του οριενταλιστή Silvestre de Sacy (ιδρυτή του Ινστιτούτου, ξεφυλλίζοντας μες στη μαρμάρινη πολυθρόνα του κωδικούς ιερογλυφικών του μαθητή του, Φρανσουά Σαμπολιόν), τους οκτώ μουσικούς της Καρπάθου που είχαν ήδη στήσει γλέντι αντάξιο της πλατείας της Ολύμπου.
Στην αίθουσα τελετών σε λίγο ένας απ’ αυτούς, ο παπα-Γιάννης, έψαλε δέηση για τα θύματα της Παρασκευής.
–Ναι, είναι χριστιανός ιερέας, χριστιανός ορθόδοξος, διαβεβαίωσα μιαν υπάλληλο που έτρεξε μαζί με άλλους γύρω από τη συγκλονιστική αυτή στιγμή, όπου οι ήχοι απαντούσαν στη σιγή.
Ωσπου σηκώθηκε ο παπα-Γιάννης. Και σαν ηθοποιός του γιαπωνέζικου Νο έβγαλε μπροστά στο κοινό τον σταυρό του. Και έβγαλε τελετουργικά το ράσο του, το δίπλωσε πάνω στο τραπέζι, δίνοντας το σύνθημα για τον Πάνω-χορό.
Πίσω από το quai Malaquais που κοιτάζει, απέναντι στο ποτάμι, το Λούβρο.
Γιατί ένας πολιτισμός είναι ζωντανός όταν μπορεί ακόμη να κοινωνεί με την ουσία του. Να κλαίει για τα θύματα της μουσικής του, αυτοσχεδιάζοντας ανάμεσα στους αρματωμένους μια μαντινάδα της Καρπάθου. Και να δοξάζει τη ζωή που κυλά μες στο σώμα του:

Φύγε από με κακή καρδιά, πήγαινε παραπέρα…

Η κυρία Μαρία Τσούτσουρα είναι συγγραφέας – ποιήτρια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ