Αν επαληθευτεί το αισιόδοξο σενάριο μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού από την Τουρκία εντός της Συρίας, η Δύση και η Ρωσία θα επιδιώξουν να «μαζέψουν» την κατάσταση. Τόσο η Μόσχα, όσο και η πλειονότητα των χωρών του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα οι ευρωπαϊκές, δεν θα ήθελαν η κατάσταση να ξεφύγει σε σημείο που θα βγει εκτός ελέγχου. Παρά τη συγκρουσιακή ρητορική, η Ευρώπη έχει δείξει ως τώρα ότι θέλει να είναι η Ρωσία μέρος της λύσης, όχι μόνο στη Συρία αλλά και στην Ουκρανία.
Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την αλληλουχία των γεγονότων και εφόσον υπάρξει διάθεση αποκλιμάκωσης και από τις δύο πλευρές, το νέο status quo θα ισορροπήσει σε ένα επίπεδο σαφώς «πιο ψυχροπολεμικό».

Η Τουρκία αναμένεται, σε αυτή την περίπτωση, να διεκδικήσει έναν ρόλο «μετωπικής δύναμης», όπως ίσχυε στις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, με αναβαθμισμένο γεωστρατηγικό ρόλο λόγω της θέσης της στον χάρτη. Την πολιτική αυτή εξυπηρετεί η ενεργός ανάμειξή της στις εξελίξεις της περιοχής, Μέση Ανατολή και Καύκασο, με το βλέμμα της πάντα στραμμένο στο Κουρδικό.

Η κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, ακόμη κι αν υπήρξε παραβίαση του εναέριου χώρου, αποτελεί μία ακραία και δυσανάλογη αντίδραση, που δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τη σκοπιμότητά της. Σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως συμβαίνει λόγου χάρη στο Αιγαίο, ενεργοποιούνται διπλωματικοί μηχανισμοί, μεταφέρεται το πρόβλημα στους διεθνείς οργανισμούς και η πολεμική δραστηριότητα εξαντλείται στις αναχαιτίσεις και τη σκληρή ρητορική.

Η πράξη της Τουρκίας να καταρρίψει το ρωσικό μαχητικό δεν πρέπει να κριθεί ως πολεμική πράξη, αλλά ως πολιτική επιλογή. Ακολουθώντας πολιτική έντασης, η Αγκυρα υπολογίζει ενδεχομένως να αναβαθμίσει τη θέση της, αναλαμβάνοντας ρόλο εμπροσθοφυλακής του ΝΑΤΟ ή ακόμη και παρασύροντας τη Συμμαχία στις δικές της επιλογές, κάτι που έπραξαν -τηρουμένων των αναλογιών και συγκριτικά σε πιο περιορισμένη κλίμακα- οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στην κρίση της Ουκρανίας.

Ενισχύοντας την περιφερειακή της επιρροή, ακόμη και με ενεργή συμμετοχή σε πολεμικές πράξεις, η Αγκυρα «πουλάει» τον εαυτό της στις ΗΠΑ ως δύναμη που μπορεί να σταθεί απέναντι στη ρωσική πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία στη Συρία, ανακτώντας το χαμένο έδαφος των συμμάχων και περιορίζοντας βέβαια, διά του δικού της αναβαθμισμένου ρόλου, τον ανερχόμενο κουρδικό παράγοντα, ο οποίος έχει ήδη εξασφαλίσει τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Η αποτροπή άλλωστε της δημιουργίας κουρδικού κράτους,-μία προοπτική ορατή όσο ποτέ- αποτελεί σταθερά το βασικό κριτήριο στη διαμόρφωση της τουρκικής πολιτικής εντός και εκτός της χώρας.
Υπό αυτό το πρίσμα, καθοριστικός παράγοντας στην εξέλιξη των γεγονότων, θα είναι η στάση που θα τηρήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ΝΑΤΟϊκοί σύμμαχοί και αν θα εμπιστευτούν την επιθετική πολιτική του Ερντογάν ως αντίβαρο της ρωσικής επιρροής στην περιοχή. Η στάση τους κρίνεται εξ ίσου σημαντική με την αντίδραση της Ρωσίας, που αναμένεται να ξεδιπλωθεί το επόμενο διάστημα.