Πώς ήταν αυτός ο εραστής; Τι χρώμα είχαν τα μάτια του; Ηταν ψηλός;
Ο Ντέβλιν θέλει να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα για τον μυστηριώδη άνδρα. Η Ρεβέκκα όμως αρνείται να τον περιγράψει. Μόνο για τις ημισαδιστικές του πρακτικές παραθέτει σειρά λεπτομερειών: πώς έβαζε τη γροθιά του μπροστά στο στόμα της, πώς έσπρωχνε το κεφάλι της να φιλήσει τη γροθιά του κ.ο.κ.
Για ποιον λόγο αυτές οι αποκαλύψεις τώρα, τόσα χρόνια μετά; Μήπως αποκρυσταλλώθηκε η επιθυμία της Ρεβέκκας να διακόψει με τον Ντέβλιν; Ή μήπως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για μια κατάδυση στο υποσυνείδητο, εκεί όπου η Ρεβέκκα έκρυψε κάποτε το ζοφερό μυστικό της προκειμένου να συνεχίσει να ζει;
Λέξεις-κλειδιά επαναλαμβάνονται και ξυπνούν ολοένα και περισσότερες αναμνήσεις, βάζοντας ταυτόχρονα τον θεατή σε μια διαδικασία συναρμολόγησης του ψυχικού και νοητικού παζλ. Ονειρα, σκόρπιες εικόνες που αλιεύονται από μέρη σκοτεινά και μια σκηνή που επιστρέφει ξανά και ξανά: στην αποβάθρα των τρένων, πλήθος να στοιβάζεται κι εκείνος, ο εραστής της, να αρπάζει τα μωρά από τις αγκαλιές των μανάδων. Ιστορίες απώλειας, ξεριζωμού, βίας και θανάτου.
Από το παρελθόν δεν μπορείς να δραπετεύσεις κι ας το καταχωνιάσεις στον πάγο. Η ηρωίδα, συνειδητοποιούμε σταδιακά, επιβίωσε από μια τρομερή προσωπική και συλλογική καταστροφή. Το όνομά της είναι ένα τυπικό γυναικείο εβραϊκό όνομα. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Πίντερ επηρεάστηκε ιδιαίτερα, όταν έγραφε το έργο αυτό, από τη βιογραφία του Αλμπερτ Σπέερ, αρχιτέκτονα και πρωτεργάτη του Χίτλερ. Το «Τέφρα και σκιά» είναι γεμάτο από αναφορές στους ναζί και στο Ολοκαύτωμα, με τρόπο όμως τόσο υπαινικτικό, που σε καμία περίπτωση δεν περιορίζει το κείμενο στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία· περιλαμβάνει όλους τους ολοκληρωτικούς εφιάλτες της Ιστορίας και εξετάζει τη σχέση μας με αυτούς –τη φύση της ενοχής μας.
Πώς μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε όταν κουβαλάμε τόση φρίκη; Αλλά και τι μπορούμε να κάνουμε, τόσα χρόνια μετά; «Μόνο με το να θυμόμαστε το παρελθόν μας… μπορούμε να σχετισθούμε μαζί του και να αναλάβουμε πλήρη ευθύνη» γράφει η Mάρτα Ράμος Ολιβέιρα στην έξοχη ανάλυσή της. «Αυτή είναι για τον Πίντερ η πολιτική της μνήμης (Pinter’s politics of memory)». Να ψάχνεις και να μαθαίνεις, να αντιμετωπίζεις την αλήθεια, όσο επώδυνη κι αν φοβάσαι πως θα αποδειχθεί. Η Ρεβέκκα μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία αυτογνωσίας –που θυμίζει έντονα αυτή της ψυχανάλυσης –με έκβαση αβέβαιη: ακόμη κι αν δεν βρει όμως τη λύτρωση, η ίδια η προσπάθεια θα έχει λειτουργήσει απελευθερωτικά.
Πρόκειται για ένα τολμηρά ελλειπτικό έργο, μικρής διάρκειας, γεμάτο υπόγειες λογοτεχνικές και βιβλικές αναφορές που συνθέτουν τον θαυμαστά πυκνό νοηματικό ιστό του. Ακόμη και τα ονόματα των ηρώων δεν τα μαθαίνουμε από τους ίδιους αλλά από το πρόγραμμα (ή το κείμενο). Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά δεν εμπνέεται από την τόλμη του συγγραφέα. Ακολουθεί ασφαλείς μεθόδους. Επιλέγει τον δρόμο της διακριτικότητας, των «χαμηλών» τόνων, της «υποβλητικής» μονοτονίας θεωρώντας ότι έτσι θα ξεπλέξει το ηλεκτρισμένο πιντερικό νήμα. Ως αποτέλεσμα, δημιουργεί μια συμπαθητική ατμόσφαιρα, δεν παίρνει όμως θέση. Δεν ερμηνεύει τα γεγονότα. Δεν γεμίζει τα κενά. Δεν μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε τα διακυβευόμενα μεγέθη. Ο Ντέβλιν του Χρήστου Λούλη διατηρεί μια ανώδυνη ασάφεια γύρω από τον ήρωά του –ακόμη και το ντύσιμό του συνθέτει την επιτομή των αδιάφορων επιλογών. Δεν εγείρει κανέναν συνειρμό, ακριβώς όπως και η «αβίαστη» ερμηνεία του.
Η Εύη Σαουλίδου, καρφωμένη στην πολυθρόνα της, με το κομψό, ασύμμετρο φόρεμά της, το βλέμμα και τη φωνή σχεδόν καθηλωμένα, μοιάζει υπνωτισμένη. Καθίσταται προφανές ότι επικοινωνεί με μια άλλη διάσταση, και έχει, προς το παρόν τουλάχιστον, απολέσει την ικανότητα να ενεργεί στον παρόντα χρόνο. Η καλή ηθοποιός θα μπορούσε, νομίζω, να διεκδικήσει ακόμη περισσότερα –βαθύτερη επεξεργασία της φωνής και της άρθρωσης, στιγμές αιφνιδιασμού, ενσωμάτωση αντίθετων στοιχείων, παιχνίδι με τις προσδοκίες και όχι προσκόλληση σε ένα μονοπάτι. Παρ’ όλο που ο σκηνοθέτης της δεν τη βοήθησε σε όλα αυτά, εκείνη κατάφερε να σώσει την παράσταση από βέβαιο θάνατο.
Η σχέση των δύο ηρώων δεν αποκαλύπτεται τελικά. Μένει μετέωρη και άμορφη. Ο πλούτος των συνειρμών, η φρικτή σκιά του παρελθόντος, η επώδυνη πράξη της μνήμης, η αίσθηση υπόγειας απειλής όλα αυτά απουσιάζουν. Μένει μόνο ένα καλογυαλισμένο περίβλημα, μια ωραία όψη (σκηνικά-κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη), που υπολείπεται σημαντικά του κειμένου του συγγραφέα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ