Έφτασε η ώρα που η κυβέρνηση οφείλει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε έναντι των δανειστών σχετικά με το Ασφαλιστικό Σύστημα. Συγκεκριμένα, με τον νόμο 4336/2015, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη :
* Να μειώσει την κρατική δαπάνη για το Ασφαλιστικό κατά 0,25% του ΑΕΠ κατά τη φετινή χρονιά και κατά 1% του ΑΕΠ κατά το 2016.
* Να διατηρήσει τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στα Επικουρικά Ταμεία. Ταυτόχρονα, διατηρείται και ο μαθηματικός τύπος στον υπολογισμό των εφάπαξ των εργαζόμενων που βγαίνουν στη σύνταξη.
* Να «παγώσει» τις κατώτατες συντάξεις στα σημερινά επίπεδα μέχρι το 2021, ώστε να επέλθει ισορροπία στο σύστημα.
* Ήδη έχει αυξηθεί από τον περασμένο Ιούλιο η παρακράτηση υπέρ του ΕΟΠΥΥ από 4% σε 6% στις κύριες συντάξεις, ενώ θεσμοθετήθηκε αντίστοιχη παρακράτηση 6% στις επικουρικές συντάξεις, καθιερώνοντας στην ουσία μια νέα μείωση των καθαρών ποσών που λαμβάνει κάθε συνταξιούχος.
Επομένως, περνούν οριστικά στη λήθη οι όμορφες εξαγγελίες του κυβερνώντος κόμματος –όταν ήταν αντιπολίτευση –ότι θα χορηγήσει 13η σύνταξη ή θα χρηματοδοτήσει τα ελλείμματα των Επικουρικών ταμείων με άλλους πόρους, σε συνδυασμό με αύξηση των πόρων για κοινωνική προστασία. Ειδικότερα, στο τελευταίο θέμα είναι, πλέον, μνημονιακή δέσμευση η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των Επικουρικών ταμείων αποκλειστικά από εργοδότες και εργαζόμενους. Ας μην ξεχνάμε, ακόμα, και την υποχρέωση αύξησης των εισφορών των ασφαλισμένων στον Ο.Γ.Α. που πρόκειται να μεγαλώσει την ασφαλιστική επιβάρυνση του Έλλήνα και Ελληνίδας αγρότη και αγρότισσας.
Η επιδείνωση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας τους τελευταίους μήνες είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί κανένας να αγνοήσει. Έτσι, οι πόροι για την πρόνοια και την κοινωνική ασφάλιση αναγκαστικά μειώνονται. Μέτρα που ήταν εκτός συζήτησης και διαπραγμάτευσης προν έναν χρόνο, σήμερα δρομολογούνται αμετάκλητα. Δρομολογείται, λοιπόν, η σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ για το σύνολο των συνταξιούχων μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 2019. Ήδη, η Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι έως τον Μάρτιο του 2016 το 20% των δικαιούχων που βρίσκονται στην ανώτερη βαθμίδα θα σταματήσουν να το λαμβάνουν.
Μπροστά σε αυτή τη δυσμενή εξέλιξη περιμένουμε τις κυβερνητικές αποφάσεις και δράσεις, σχετικά με το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το οποίο ως κυβέρνηση είχαμε εφαρμόσει πιλοτικά σε 13 Δήμους της χώρας και είναι δίχτυ προστασίας για πολίτες, που δεν έχουν ή έχουν πολύ χαμηλά εισοδήματα.
Τώρα που η τουριστική περίοδος για τις περισσότερες περιοχές της χώρας πήρε τέλος, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της ζημιάς που υφίστανται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η ραχοκοκκαλιά της οικονομίας μας, από το κλείσιμο των τραπεζών, τους ελέγχους και περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων και, κυρίως, την έλλειψη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα. Η ανεργία και η αδήλωτη εργασία αυξάνονται ραγδαία, ενώ η κυβέρνηση αντιδρά με την αύξηση του μη μισθολογικού κόστους. Το μείγμα πολιτικής που εφαρμόζεται, όμως, λειτουργεί αρνητικά στην αγορά εργασίας. Αν θέσουμε και την παράμετρο της γήρανσης του πληθυσμού, τότε βλέπουμε ότι το Ασφαλιστικό πραγματικά βρίσκεται σε σημείο καμπής.
Ένας παράγοντας που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη είναι η απαξίωση του συστήματος από τους νυν και τους μελλοντικούς εργαζόμενους. Αν επικρατήσει η άποψη ότι «εμείς είμαστε η καταραμένη γενιά που δεν θα πάρει σύνταξη ποτέ ..» στις παραγωγικές ηλικίες της κοινωνίας, τότε μια ανυπέρβλητη κρίση είναι προ των πυλών. Εάν οι ήδη εργαζόμενοι πάψουν να στηρίζουν με τις εισφορές τους το Σύστημα, δεν είναι μακριά η στιγμή που οι νυν συνταξιούχοι δεν θα λάβουν τη σύνταξή τους.
Άμεση προτεραιότητα, λοιπόν, της υπεύθυνης κυβέρνησης είναι να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα του Συστήματος ώστε αυτό να μην αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης γενεών. Και παρά τις όποιες διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις, η εμπειρία μας δείχνει έναν και μοναδικό δρόμο:
-μόνο η οικονομική ανάκαμψη και οι εξωτερικές επενδύσεις οδηγούν στην αύξηση της απασχόλησης που θα αναζωογονήσει το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.
Όλες οι προσπάθειές μας, ως κοινωνία, πρέπει να συντείνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Σκεφτείτε, οι 800.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις να δημιουργούσαν από μία μόνιμη θέση εργασίας. Αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν σημαντικά κονδύλια που επιδοτούν ολιγόμηνη εργασία στον δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, βλέπουμε ότι αντίστοιχες πολιτικές μπορούν να στηριχτούν. Με αυτό τον τρόπο τόσο τα φορολογικά έσοδα, όσο και οι ασφαλιστικές εισφορές θα έπαιρναν την ανιούσα και δεν θα υπήρχε ανάγκη για κανέναν καινούργιο φόρο ή αύξηση εισφορών.
Πολιτικές ανάπτυξης της οικονομίας σε συνδυασμό με την καλύτερη εποπτεία και την αναδιοργάνωση μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας του Ασφαλιστικού Συστήματος μπορούν να δημιουργήσουν νέα δεδομένα και να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την Κοινωνική Ασφάλιση.
*Ο κ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΚΚΟΡΗΣ είναι πρ. Γενικός Γραμματέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων