Οι παλαιότεροι από εμάς που ασχολούνται με την ποδοσφαιρική «αργκό» θα θυμούνται πως ο ποδοσφαιριστής Μπέκαμ είχε «σέντρα διαβήτη». Ωστόσο, παρόλο που οι αντίπαλοι παίκτες και προπονητές γνώριζαν τι και πώς θα κάνει, ελάχιστοι μπορούσαν να αποτρέψουν το μοιραίο.

Αυτή η παραβολή -στο βαθμό που μου επιτρέπεται- θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για τις τρεις διαδοχικές εκλογικές νίκες του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Τον Ιανουάριο η τότε συγκυβέρνηση έτρεχε πίσω από την «πολιτική ατζέντα» που όριζε ο ΣΥΡΙΖΑ αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Τον Ιούλιο η κοινωνία διχαζόταν δίνοντας στον Πρωθυπουργό την επιλογή να μετατρέψει ένα τεράστιο «όχι» σε ένα μεγάλο «ναι». Το Σεπτέμβριο και ενώ η «πρώτη φορά Αριστερά» έφερνε το τρίτο Μνημόνιο για τη χώρα, οι κυβερνητικές αποφάσεις θα λαμβάνονται πλέον με «ταξικό πρόσημο» και με ένα «παράλληλο πρόγραμμα».

Παρόλο που όλοι γνώριζαν -αρκετοί μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου οφείλω να αναγνωρίσω καθώς παρά το θυμικό τους, είχαν εναποθέσει την όποια ελπίδα τους σε μία αριστερή κυβέρνηση- πως δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει σχεδόν τίποτε από όλα όσα πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο διάφοροι παράγοντες (θυμικό όπως προανέφερα, αδιαφορία, απελπισία, αποχή, δεύτερη ευκαιρία κτλ.), δεν μπορούσαν να αποτρέψουν την «σέντρα διαβήτη» και την επίτευξη του πολιτικού τέρματος για τη «δεύτερη φορά Αριστερά».

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ή μάλλον καλύτερα ο ΣΥΡΙΖΑ στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα ήταν ο κυρίαρχος της πολιτικής σκακιέρας, συμπαρασύροντας και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης στο «δικό του γήπεδο» παίζοντας με τους δικούς του όρους, ακόμα και τους πρώην συντρόφους του που ίδρυσαν την «Λαϊκή Ενότητα».

Η «σέντρα διαβήτης» κατά την άποψή μου και σταματάω πλέον το λογοπαίγνιο που χρησιμοποιώ, ήταν ο λαϊκισμός που χρησιμοποιήθηκε και ακόμα χρησιμοποιείται. Όχι όμως ο κλασικός λαϊκισμός που από τα μέσα του 20ου αιώνα αποτελεί ένα κοινό χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας, αλλά ένας νέου τύπου που γιγαντώθηκε από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και ενισχύθηκε στο πλαίσιο της απογοήτευσης των Ευρωπαίων πολιτών προς τα κύρια πολιτικά κόμματα και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Παραδείγματα πολλά, από το UKIP στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, μέχρι το Podemos στην Ισπανία και το Λαϊκό Κόμμα στη Δανία.

Αυτός ο νέος λαϊκισμός που χρησιμοποιείται τόσο από την «άκρα αριστερά» όσο και από την «άκρα δεξιά», ισχυρίζεται ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα των παραμελημένων και καλεί το λαό να ξεσηκωθεί ενάντια στο διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο, προσφέροντας φαινομενικά λογικές λύσεις (παράλογες και μη ρεαλιστικές υποσχέσεις κατά την άποψή μου), παίζοντας με τα συναισθήματα των ανθρώπων σε περιόδους οικονομικής κρίσης.

Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, και το πρόσφατο παρελθόν της βρίθει περιπτώσεων. Όπως ανέφερα όμως, η σημερινή επανεμφάνιση του «λαϊκισμού» έρχεται σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο, υποδεικνύοντας μια νέα ταλάντευση του εκκρεμούς προς τα αριστερά.

Δεν θα σταθώ στις όποιες αντιγραφές έχει κατηγορηθεί ο κ. Τσίπρας πως έχει κάνει στο λαϊκισμό του πρώιμου και προ Μνημονίου ΠΑΣΟΚ, ούτε στις ατάκες που δανείστηκε από τη ΝΔ για τις εκλογές του 2015. Ούτε ακόμα στην επιχειρηματολογία που θέλει τα όποια προτεινόμενα μέτρα ή αποτελέσματα συμφωνιών που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελούν μία «κωλοτούμπα».

Θα σταθώ στο γεγονός πως ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν έγκειται τόσο στο ότι κάνει παράλογες και μη ρεαλιστικές προτάσεις, αλλά στο ότι διεκδικεί πως «εκπροσωπεί το λαό εναντίον μίας νόθας και διεφθαρμένης ελίτ», συμπεριλαμβανομένης της ευρωπαϊκής που θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα σε αποικία χρέους.

Αυτός ο λαϊκισμός εντάθηκε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ άφησε τον ελληνικό λαό να εκφράσει την άποψή του για τις προτάσεις των δανειστών παίρνοντας μάλιστα και θέση, αφήνοντας απρόσωπη και σε αφαιρετική διάθεση τη θέση του «ΝΑΙ». Ο λαός δεν ήταν δυνατό να συναινέσει σε περισσότερα μέτρα, ούτε θα υποστήριζε αυτό που υποδείκνυε ο ξένος παράγοντας και όχι ο εθνικός.

Το δημοψήφισμα δίχασε το λαό σε «εμείς» και οι «άλλοι» – λες και το 36,34% που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου και το 61,31% του «ΌΧΙ» του Ιουλίου ήταν όλοι τους ριζοσπάστες αριστεροί ή απλά αριστεροί- μετατρέποντας σε «εχθρό» όποιον έλεγε κάτι διαφορετικό από την κυβέρνηση, φέρνοντας δυσάρεστες μνήμες από το παρελθόν της πολιτικής ζωής του τόπου.

Στο δια ταύτα, ο ΣΥΡΙΖΑ μεταμόρφωσε τη δημοκρατία σε αντιπάλους και εχθρούς, πόλωσε την κοινωνία, και έκτισε την ισχυρή ταυτότητα του «εμείς εναντίον τους», κατηγορώντας άλλους για τις αποτυχίες του. Με τη «δύναμη του λαού» άλλωστε και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, πάλεψε για την υπογραφή του τρίτου προγράμματος, συμπαρασύροντας τα κόμματα του «ευρωπαϊκού τόξου» σε μία τεχνική συντήρηση του χαρακτηρισμού «Μνημονιακός- Αντιμνημονιακός» που ταλανίζει την ελληνική πολιτική σκηνή από το 2010.

Ο λαός επίσης -κατά την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ- συναίνεσε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου να υλοποιηθεί η συμφωνία αυτή η οποία έχει ανοικτά ορισμένα ζητήματα προς επίλυση, επιτρέποντας τη χρησιμοποίηση της λαϊκίστικης αναφοράς με την «Αριστερά καλύτερα». Σε μία ακόμα πιο λαϊκίστικη-διχαστική λογική, ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει πως αυτό μόνο «εκπροσωπεί τους ανθρώπους, τα κοινωνικά στρώματα που αποτελούν τον κινητήριο μοχλό της ιστορίας» και πως στις εκλογές του Σεπτεμβρίου «τούς τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Ακόμα και τώρα χρησιμοποιεί την ψήφο των πολιτικών δυνάμεων υπέρ του τρίτου Μνημονίου για να τα κατηγορήσει εν συνεχεία πως δεν συμμετέχουν στη διάσωση της χώρας όταν οι ίδιοι δεν συμμετείχαν αντίστοιχα στα προηγούμενα προγράμματα.

Η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ για την Ελλάδα είναι πολύ κοντά σε αυτό που ο Καθηγητής κ. Διαμαντούρος το 1994 ανέλυσε ως «underdog culture»*, όπου διαιρεί το ελληνικό πολιτικό τοπίο σε δύο ανταγωνιστικές πολιτικές κουλτούρες, εκείνη του την εκσυγχρονισμού και εκείνη του αουτσάιντερ.

Σε αυτό το πλαίσιο της «underdog culture», θεωρώ πως η ελληνική κοινή γνώμη – οικονομικά ασθενέστερη και εκτεθειμένη σε επιθέσεις- είχε την τέλεια προδιάθεση σε λαϊκίστικες ηγεσίες για αυτό και τη χαρακτηρίζω ως την «τέλεια σέντρα» (για μία γενικότερη θεώρηση περί διαμόρφωσης του νεοελληνικού κράτους βλ. Κώστας Κωστής «τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», Πόλις, 2013).

Τα μέτρα που πρέπει να ψηφιστούν και να εφαρμοστούν στο επόμενο διάστημα, η αξιοπιστία που πρέπει να ξανακερδίσουμε ως χώρα και οικονομία ταυτόχρονα, καθώς και το μεταναστευτικό που όπως όλα δείχνουν θα παραμείνει στην επικαιρότητα για αρκετό καιρό, θα συντηρήσουν αυτό το λαϊκίστικο ύφος και τη συμπεριφορά από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ.

Συνταγή που κερδίζει άλλωστε δύσκολα αλλάζει. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί όμως να πορεύεται σε αυτή τη λογική και ούτε θα βγει από την κρίση με διχαστικά διλήμματα και όρους ταξικής κατηγοριοποίησης.

* Diamandouros Nikiforos P. (1994), ‘Cultural Dualism and Political Change in Post-Authoritarian Greece’, Working Paper 50, Madrid: Instituto Juan March de Estudios e Investigaciones.