Το να μην έχει κάποιος αρκετά χρήματα είναι λιγότερο στενόχωρο από το να μην έχει τι να κάνει. Ακόμη χειρότερο είναι το να μην του επιτρέπεται να κάνει κάτι, παρ’ όλο που νιώθει ότι θα το μπορούσε. Εκεί περίπου βρισκόταν η Ελλάδα μέχρι να έλθουν καταπάνω της τα τελευταία κύματα προσφύγων και μεταναστών. Ηταν μια χώρα με εμποδισμένη την ενέργειά της. Μη έχοντας κεντρικό σκοπό, ξοδεύτηκε σε μεγάλο βαθμό και σε χίλιες μεριές και όλοι νόμιζαν πως στο εξής θα σερνόταν σαν ημιπαράλυτη ζητιανεύοντας συνεχώς δανεικά. Εμειναν έκπληκτοι όμως οι λεγόμενοι παρατηρητές όταν την είδαν να μην πανικοβάλλεται από τις νέες απειλές που την έζωναν. Στα νησιά του Αιγαίου υποδέχθηκε τους ναυαγισμένους με ανακλαστικά που δεν άφηναν να φανεί πως η ίδια ζούσε το δικό της ναυάγιο. Κάθε μέρα το τελευταίο διάστημα οι μαρτυρίες συγκλίνουν: μας λένε πως, αν και περισφιγμένοι από την ανασφάλειά τους, οι κάτοικοι αντιδρούν με πρωτοβουλίες και δείχνουν πως η κρίση δεν πρόκειται να τους καταπιεί ολόκληρους και πως ένα τμήμα τους εαυτού τους θα μπορούσε ακόμη να δανείζει αντί να δανείζεται.
Εκ του υστερήματoς λοιπόν η αλληλεγγύη. Αν είναι έτσι όμως, από κάπου αντλούν ως τώρα δυνάμεις οι ντόπιοι, από κάποιο κοίτασμα που δεν φαίνεται να στερεύει εύκολα. Το κοίτασμα αυτό είναι η επιθυμία τους να είναι ενεργοί. Παλιά και βαθιά παράδοση σ’ αυτόν τον τόπο η ενεργητική αντιμετώπιση των συμβάντων, η προσπάθεια να μεταπλάθεται το τραχύ υλικό της ζωής σ’ ένα νόημα (έστω και πικρό) ή μια μορφή (έστω και προσωρινή). Απέναντι στο τυχαίο οι άνθρωποι όρθωναν αναχώματα. Επρεπε κανείς να μάθει γράμματα, να έχει γνώμη προσωπική για όσα συντελούνταν γύρω του, να ξαναρχίζει το χτίσιμο του σπιτιού του την επαύριο του σεισμού. Χάρη σε αυτή τη στάση ο πληθυσμός δεν θα γινόταν άθυρμα της μιας ή της άλλης κατάστασης.
Το ίδιο ισχύει και στην τωρινή συγκυρία. Για μία ακόμη φορά ο γηγενής γι’ αυτό πασχίζει: να πράξει κάτι, ακόμη κι αν του λείπουν τα μέσα. Μα πώς; Οι υποχρεώσεις είναι πολλές, τον δένουν χειροπόδαρα. Κι όμως βρίσκει τον τρόπο. Αφού δυσκολεύεται να ανακάμψει οικονομικά, θα δοθεί σ’ ένα έργο που να ξεπερνά το χρήμα. Σώζει ζωές, βοηθά κάποια νήπια εξ Ανατολής να έλθουν σε μιαν ήπειρο γερασμένη κατάφωρα. Κάθε φορά που γλιτώνει από τον πνιγμό ένα νέο πλάσμα ο σφυγμός μιας ακαταμάχητης δύναμης, της δύναμης του νέου αίματος, χτυπά δυνατά. Ερχεται το Αίμα για να συγκρουστεί με το Χρήμα. Η Ευρώπη θα είναι το θέατρο αυτής της σύγκρουσης. Οσο για την Ελλάδα, θα μπει στον πειρασμό να υποδαυλίσει τη σύγκρουση, να περιθάλψει τους δυστυχισμένους ώστε να γίνουν κάποτε τιμωροί της Δύσης.

Αλλά η κακεντρέχεια δεν είναι η καλύτερη λύση για μας. Δεν ενδιαφέρεται η χώρα μας για μια ύπουλη και μεθοδευμένη εκδίκηση. Μπορεί να φθονεί ή να αγανακτεί με τους ισχυρούς αλλά όχι και να στήνει μεθοδικά παγίδες, όπως εκείνοι που θήτευσαν σε μοναρχικές αυλές, που επόπτευαν αποικίες, που μίσθωναν εκπροσώπους και διαιρούσαν υποτελείς πληθυσμούς. Πρώτοι, ως γνωστόν, στο άθλημα αυτό είναι οι Αγγλοι και οι Γάλλοι. Διαφέρουν από τους Γερμανούς στο ότι για τους τελευταίους η επίθεση ήταν πάντα ένα πάθος ισχυρότερο από τη ραδιουργία. Σε κάθε περίπτωση κανέναν από αυτούς ούτε μπορούν ούτε θέλουν να τον μιμηθούν οι Ελληνες. Γι’ αυτούς εκείνο που προέχει (και τους βασανίζει) είναι να πραγματώσουν ορισμένες δυνατότητες που διαισθάνονται πως έχουν. Οχι για να αποδείξουν την υπεροχή τους έναντι άλλων αλλά για να διώξουν από μέσα τους την υποψία πως το μέλλον τους (σε αντίθεση με το αρχαίο παρελθόν τους) είναι να παίζουν ρόλους παρακατιανούς, δίχως αίγλη και προοπτική. Για έναν τέτοιο ρόλο φαίνεται να τους προορίζει η Ευρώπη: να περιμαζεύουν θαλασσοπνιγμένους και να καταγράφουν επιζώντες. Να όμως που στην επαφή τους με τους επιζώντες οι ντόπιοι ανακτούν ένα μέρος της αυτοπεποίθησής τους. Εφόσον δίνουν, βεβαιώνονται ότι δεν υστερούν.

Οι αξιολύπητοι διασωθέντες βοηθούν έτσι τους σωτήρες τους να αισθανθούν ότι είναι ικανοί για πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζουν οι ευρωπαίοι εταίροι τους, τους βοηθούν να ξαναδούν αυτό που κάποτε το έβλεπαν πιο καθαρά: ότι αν η ζωή δεν αφιερωθεί σε κάτι έξω απ’ αυτήν, κινδυνεύει να πέσει σε κενό ανυπόφορο.
Κατά τα τελευταία χρόνια υπήρξε στη χώρα ένα τέτοιο κενό; Και το γεμίζουν μήπως σήμερα οι ζωές των ξένων; Ενα είναι βέβαιο: ότι θα ήταν κρίμα όλη η ενέργεια, όλο το εθνικό δυναμικό να απορροφηθεί σε μια επιχείρηση συμπόνοιας επειδή δεν θα είχε άλλες διεξόδους. Εκτός από το να στήνει αντίσκηνα για αλλοδαπούς, η χώρα πρέπει να ξαναστήσει κι ένα σπιτικό για εκείνη που να τους χωράει όλους. Διαφορετικά δεν θα αντέξει να ‘ναι για πολύ αλτρουίστρια. Ας θυμηθούμε τον Θησέα στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη. Ισως να μην ήταν τόσο γενναιόδωρος προς τους κατατρεγμένους αν δεν είχε λόγους για να επαινέσει την πόλη του για τα επιτεύγματά της.
Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ