Με είχε παρασύρει, χρόνια πριν, μια φίλη σε ένα φεστιβάλ ταινιών τρόμου. Αν γνώριζα τι με περίμενε, δεν θα ακολουθούσα. Απέφευγα την κινηματογραφική βία, καθώς επηρέαζε δραματικά τον ύπνο μου –ατελείωτες οι νύχτες αγρύπνιας μετά τη «Λάμψη» του Κιούμπρικ, με τον σχιζοφρενή Τζακ Νίκολσον να με περιμένει κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα του ντους. Επέμεινε η φίλη να τη συνοδεύσω στη «Σουσπίρια» του Ντάριο Αρτζέντο, προσπαθώντας να καθησυχάσει τους φόβους μου: «Ολα αυτά που βλέπεις είναι ψεύτικα». Θα ήμουν εντελώς ηλίθιος αν θεωρούσα πως ήταν αληθινά, αλλά και το ψεύτικο είναι ικανό να σου κόψει τα πόδια. «Οχι! Η «Σουσπίρια» δεν δείχνει εγκλήματα, την έχω δει παλαιότερα και μου είχε κάνει εντύπωση πώς δημιουργούσε ατμόσφαιρα χρησιμοποιώντας μόνο ψυχολογική βία». Μόνο; «Μόνο! Ούτε μία σκηνή σπλάτερ, το θυμάμαι!».
Οταν, λίγο αργότερα, καθισμένος στον κινηματογράφο, μετρούσα τα ξαντεριάσματα και τους αποκεφαλισμούς, η διπλανή μου ορκιζόταν πως δεν μου απέκρυψε την αιματοβαμμένη αλήθεια για να έχει παρέα, απλώς είχε μπερδέψει τη «Σουσπίρια», που τελικά δεν είχε δει ποτέ, με μια άλλη ταινία, η οποία ήταν κάτι σαν τη «Μελωδία της ευτυχίας», χωρίς τα τραγούδια και με την αγγελική Μαρία να σκοτώνει τις καλόγριες, τα παιδάκια του πλοιάρχου εραστή της και στη συνέχεια τον πλοίαρχο εραστή, πάντα εκτός κάμερας. Από λάθος ή επίτηδες, η ζημιά είχε γίνει, μια νέα περίοδος αϋπνίας ξεκινούσε για εμένα, χρεωμένη στην αρρωστημένη έμπνευση του Αρτζέντο και στην κακή μνήμη της φίλης μου.
Τα χρόνια πέρασαν, η σχέση μου με τα θρίλερ άλλαξε. Μεγάλωσα και βρήκα τον τρόπο να ελέγχω τους φόβους μου; Μπορεί. Πάντως, από εχθρός του είδους, έγινα φίλος. Θεωρώντας πως ήταν μεγάλη κατάκτηση η ευκολία με την οποία κοιμόμουν έχοντας παρακολουθήσει τον «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες», χωρίς να ελέγχω προηγουμένως τον χώρο κάτω από το κρεβάτι όπου θα μπορούσε να κρύβεται ο Φρέντι Κρούγκερ. Απολαμβάνω πλέον ό,τι θρίλερ δεν είχα δει τα περασμένα χρόνια. Εκεί δε που βρίσκω μεγαλύτερη απόλαυση είναι οι πέραν του τρομακτικού σειρές που γυρίζουν τελευταίως τα τηλεοπτικά δίκτυα. Σίριαλ όπως τα «Hannibal» και «American Horror Story», διά των οποίων η μικρή οθόνη επιβεβαιώνει ότι μπορεί να παράγει υψηλή τέχνη αλλά και ότι η αρρωστημένη φαντασία σεναριογράφων και παραγωγών οργιάζει.
Είχα ξεκινήσει τον πέμπτο κύκλο του «American Horror Story» όταν διάβασα πως αμερικανοί γονείς κατήγγειλαν τη σειρά ως δείγμα της αποτρόπαιας, σοκαριστικής, αντιπαιδαγωγικής τηλεόρασης του 21ου αιώνα που πρέπει να μποϊκοτάρουμε. Με το «αντιπαιδαγωγική» δεν θα συμφωνήσω, καθώς τους όρους στο παιχνίδι τούς βάζει ο γονιός. Ας απαγορεύσει στα παιδιά του να βλέπουν τέτοιες σειρές, ώσπου να φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία και να επιλέξουν μόνα τους, και ας αφήσει εμάς τους ενηλίκους να επιλέγουμε τι θα βλέπουμε, χωρίς λογοκρισία. Ομως το αποτρόπαιο και το σοκαριστικό είναι εδώ για όλους. Κάθε νέα ψυχαγωγική παραγωγή είναι πιο ωμή, βίαιη και αρρωστημένη από τις προηγούμενες. Το έγκλημα προβάλλεται ως μια χορογραφία ακραίας φρίκης, η διαστροφή σχεδόν εξιδανικεύεται ως βασικό συστατικό ακόμη και του πιο αθώου (φαινομενικά) χαρακτήρα, το αίμα ρέει ποτάμι στις οθόνες μας.
Βλέποντας τις πάντα αριστοτεχνικά γυρισμένες, αλλά όλο και πιο άγριες σκηνές του «American Horror Story», συνειδητοποίησα πως έχω κι εγώ εθιστεί στην από τηλεοράσεως βία. Βρήκα σχεδόν αφύσικο αυτό που συμβαίνει: μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος έχοντας παρακολουθήσει λίγο προηγουμένως βιασμούς, φόνους, τεμαχισμούς νεκρών (και ζωντανών). Κατάλαβα τότε την αγωνία ενός γονιού για το πόσο μπορεί να επηρεαστεί το παιδί που, παρακούοντάς τον (αυτό δεν κάνουν τα παιδιά;), παρακολουθεί τέτοια σίριαλ. Και, ναι, νομίζω ότι πλέον τα στούντιο το έχουν παρακάνει. Πως όσο και αν η τέχνη πρέπει να είναι ελεύθερη, δεν μπορεί η φρίκη να σερβίρεται ως το απόλυτο ντελικατέσεν στο σουπερμάρκετ της ψυχαγωγίας. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν όρια. Οσο για εμάς, το φιλοθέαμον κοινό της εποχής όπου η αγγελική Μαρία φον Τραπ τραγουδάει το «Do-Re-Mi» ξεριζώνοντας τα μάτια των παιδιών που της έχουν εμπιστευθεί, καλά θα κάνουμε να θυμόμαστε πότε πότε (και να γνωρίσουμε και στα δικά μας παιδιά, έστω για εγκυκλοπαιδικούς λόγους) την ορίτζιναλ Μαρία, που, ακόμη και αν κατά την ενηλικίωσή μας την απορρίψαμε ως ξενέρωτη, εξακολουθεί να μας χαμογελάει από το μακρινό παρελθόν, γεμάτη ανθρωπιά, ειλικρινώς τρυφερή και αθώα. Αντίδοτο στη βία τού σήμερα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ