Είχε όλα όσα χρειαζόταν για να κάνει διεθνή καριέρα. Ηταν αστείο, θλιβερό, τραγικό, μικρό σε διάρκεια, ακατανόητο, ξεκαρδιστικό. Ηταν ένα απ’ αυτά τα βίντεο που κάθε μπουχτισμένος άνθρωπος θέλει να βλέπει μέσα στην καθημερινότητά του, στο γραφείο του, στη ρουτίνα του· κυρίως για να νιώθει πως υπάρχουν και χειρότερα.
Ηταν η στιγμή που οι δύο τραυματιοφορείς ενός ελληνικού γηπέδου, οι άνθρωποι που έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον να κουβαλάνε τους τραυματίες έξω από το γήπεδο, εκνευρισμένοι από τον καιροσκοπικό πόνο ενός παίκτη που ήθελε να κάνει καθυστερήσεις, πρώτα τον έριξαν στο έδαφος, μετά του έριξαν μια κουτουλιά και στο τέλος τον πέταξαν έξω από το γήπεδο σαν ένα σακί με σάπιες πατάτες. Θα ήταν θλιβερό αν δεν ήταν αστείο. Θα ήταν αστείο αν δεν ήταν τόσο αντιπροσωπευτικό.
Να εξηγηθούμε, με σεβασμό στον πονεμένο παίκτη: Το ελληνικό ποδόσφαιρο σίγουρα δεν μπορεί να σώσει τη χώρα. Υπό συνθήκες, όμως, το εξωτικό, μπρουτάλ, βαλκανικό ποδοσφαιρικό μας σύμπαν είναι ένα από τα πιο αποδοτικά εξαγώγιμα προϊόντα μας. Ακόμη και για τους λάθος λόγους.

Θα χρειαζόταν περισσότερο από μία σελίδα για να γίνει μια λεπτομερής αναδρομή. Αλλά ίσως δεν χρειάζεται και τόση λεπτομέρεια. Συνοπτικά: Τα τελευταία χρόνια, περίπου 20 αθλητικοί συντάκτες έχουν δεχθεί επίθεση από «αγνώστους». Παλαιότερα, ορισμένοι είχαν μαχαιρωθεί. Κάποιοι φούρνοι διαιτητών έχουν εκραγεί προφανώς λόγω εύφλεκτης ζύμης. Οι εισαγγελείς διαβάζουν διαρκώς τηλεφωνικές συνομιλίες ανθρώπων που μιλάνε τη γλώσσα της πιάτσας χωρίς να φοβούνται –και γιατί να φοβούνται; Οι ανακοινώσεις, οι επίσημες ανακοινώσεις των αθλητικών ομάδων θυμίζουν όλο και περισσότερο μεταμεσονύκτιο διάλογο σε αθλητικό ραδιόφωνο. Οι περισσότεροι ποδοσφαιρικοί παράγοντες έχουν την όψη και τη συμπεριφορά ανθρώπου που θα μπορούσε να κάνει την οικογένεια Κορλεόνε να νιώσει απειλή.
Ενας αθλητικός ιστορικός του μέλλοντος θα εντόπιζε την κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή που άλλαξαν όλα, στις 11 Μαΐου του 2003. Σε μια άλλη Ελλάδα, σε ένα ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού στη Ριζούπολη, λίγο πριν από τον σύντομο εκσυγχρονισμό της χώρας του καλοκαιριού του 2004, στη σκιά του ΟΑΚΑ ειρωνικά, οι νόμοι βιάστηκαν τόσο πολύ ενώπιον υπουργών της τότε κυβέρνησης που πανηγύριζαν δίπλα στους νικητές. Ηταν η στιγμή που φάνηκε πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά με τη νομή της εξουσίας σε αυτή τη χώρα.
Εκείνη την εποχή, ο Αλέξης Τσίπρας ίσως να ονειρευόταν πως θα γίνει πρωθυπουργός και μετά να ξυπνούσε και να γελούσε με τη μεγαλομανία του. Σήμερα, πρωθυπουργός μιας άλλης χώρας πια, έκανε μια δήλωση: «Ολοκληρώνουμε τη διαδικασία κάθαρσης στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Να καταλάβουν καλά ορισμένοι ότι το κράτος, το παρακράτος των τραμπουκισμών και των εκβιασμών δεν ακουμπάει σε εμάς». Μέχρις αποδείξεως του εναντίου, μοιάζει με άλλη μια δήλωση ενός πρωθυπουργού χωρίς χρήματα, κάποιου που προσπαθεί να στρέψει το ενδιαφέρον μακριά από τα πραγματικά προβλήματα. Γιατί την ώρα που γράφεται το άρθρο, αν ακούγεται κάτι έντονα είναι μια φωνή αντίδρασης: «Το ποδόσφαιρο είναι το πρόβλημά μας;». Ισως όχι, ίσως όμως και να είναι.

Ας είµαστε ρεαλιστές: Το ποδόσφαιρο δεν θα καθαρίσει εύκολα, ίσως και ποτέ. Οχι μόνο γιατί ένας σώφρων επιχειρηματίας δύσκολα θα έβαζε τα χρήματά του σε ένα τόσο απαξιωμένο προϊόν, αλλά κυρίως γιατί όλα ελέγχονται από το στοίχημα. Το προϊόν είναι αυτό που βλέπουμε και αυτό θέλουν να είναι. Απευθύνεται όλο και σε λιγότερους και αυτό ήταν το ζητούμενο από την αρχή: να φύγουν οι ενοχλητικοί υγιείς, να μείνουν μόνο όσοι έχουν ανάγκη να ψωμιστούν από την παρακμή.
Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, συγγραφέας και λογοτέχνης, είχε την οξυδέρκεια να παρατηρεί τον κόσμο (και) μέσα από το ποδόσφαιρο. Και έγραφε πριν από λίγα χρόνια: «Αν και συνήθως έτσι φαίνεται, σχεδόν ποτέ δεν προέρχεται από το ποδόσφαιρο η βία που συχνά εκρήγνυται στα γήπεδα. Είναι αποκαλυπτικό αυτό που συμβαίνει στην Αργεντινή. Η τρέλα των ποδοσφαιρικών ταραχών δεν είναι κάτι το καινούργιο. Εχουν πολλαπλασιαστεί τα επεισόδια, οι πυροβολισμοί και οι γκλοπιές από το 2001, όταν ξέσπασε αυτή η τελευταία κρίση, που πέταξε τη χώρα στη φοβερή πτώση και άφησε τους Αργεντινούς να κλωτσούν στον αέρα».
Να κλωτσούν στον αέρα. Ακριβώς όπως εμείς, ακριβώς όπως ο ποδοσφαιριστής που πάνω στο φορείο έβλεπε τον κόσμο ανάποδα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ