Τους έβλεπες επάνω στο αέτωµα του ξενοδοχείου και σκεφτόσουν «καλά, δεν φοβούνται μην πέσουν;». Ασφαλώς και δεν φοβούνταν. Τους παρατηρούσες να κινούνται με αυτή τη σπασμωδική ταχύτητα των κινηματογραφικών μέσων του 1944 και σου έμοιαζαν κωμικοί· σχεδόν συγκινητικοί έτσι όπως κουνούσαν τα χέρια τους. Εβλεπες κάτι χαριτωμένες και χαμογελαστές κοπέλες που μάλλον σήμερα δεν ζουν και τις θαύμαζες ενοχικά.Τους κοίταζες χαρούμενους να γελάνε και να λένε «δεν ξέρουμε πώς να εκφράσουμε τη χαρά μας» και τους ζήλευες. Πόσο καιρό έχεις να νιώσεις έτσι;
Η αφορμή είναι τα 71 χρόνια από την Απελευθέρωση της Αθήνας. Την προηγούμενη εβδομάδα, για πρώτη φορά τόσο έντονα στα σύγχρονα χρόνια, εμφανίστηκαν αφιερώματα (freeathens44.org) και εκθέσεις (μέχρι την 31η Οκτωβρίου στη Δημοτική Πινακοθήκη) για τη 12η Οκτωβρίου του 1944, για την ημέρα που οι Γερμανοί έφυγαν από την Αθήνα.
Στο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ έβλεπες τους Αθηναίους του Οκτωβρίου του 1944 να σκαρφαλώνουν στα τραμ πανικόβλητοι από χαρά, αλλά έχοντας τη σχεδόν θεϊκή απόσταση της Ιστορίας, σκεφτόσουν πως τα χαμόγελα κράτησαν λίγο –δύο μήνες μετά, η πόλη ήταν βουτηγμένη στα Δεκεμβριανά. Πάντα, όταν βλέπεις την Ιστορία απέξω, αυτό νιώθεις, πως όλα είναι προδιαγεγραμμένα, αναμενόμενα, πως οι άνθρωποι είναι πιόνια, αφού –τι να κάνουμε; –έτσι πάει.
Επειδή όµως «έτσι πάει», η Ιστορία έχει το κακό συνήθειο να συνεχίζεται. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, η δική μου γενιά πίστευε πως δεν θα ζήσει ποτέ κάτι το ιστορικό. Πίστεψε πως η Ιστορία τελείωσε, πως τώρα έχει μόνο πρόοδο. Πίστεψε λάθος.
Οταν τη ζεις από κοντά, όμως, η Ιστορία δεν είναι τόσο απλή. Δεν είναι ποτέ άσπρη ή μαύρη. Οι άνθρωποι δεν είναι ούτε ήρωες ούτε όλοι τους «βδελύγματα», όπως έγραψε ο Δημήτρης Δημητριάδης σε μια μάλλον άστοχη δραματοποίηση της επικαιρότητας. Οι άνθρωποι δεν χωρίζονται ακριβώς στους καλούς και τους κακούς. Οι άνθρωποι είναι πιο περίπλοκα όντα.
Οταν ζεις από κοντά την Ιστορία, καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχει πάντα ένα ρομαντικό μεγάλο όραμα, δεν υπάρχει μια μεγάλη ιδέα, δεν υπάρχει αυτή η ομοιογένεια που απλουστευτικά μας δίδαξε το στρεβλό εκπαιδευτικό μας σύστημα. Αυτό που κινεί τους ανθρώπους είναι η δύναμη της επιβίωσης και αυτή κινητοποιείται από το όχι και τόσο ευγενικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Γυρνώντας για λίγο στην Ιστορία που γράφεται πάνω μας, βλέπει κανείς καθαρά, τώρα που οι τελευταίες ψευδαισθήσεις ομαδικότητας χάθηκαν, τον τρόπο με τον οποίο κάθε «συμφέρον» –κάθε ένστικτο αυτοσυντήρησης –προσπαθεί με κάθε τρόπο να σώσει το τομάρι του.
Τις τελευταίες ημέρες οι μάσκες πέφτουν. Η Εκκλησία δήλωσε πως «είμαστε φτωχοί, δεν έχουμε να πληρώσουμε», ακόμη και αν τα κτίσματά της εξαιρούνται από τον ΕΝΦΙΑ. Οι γιατροί επιχειρηματολόγησαν με σπάνιο επαναστατικό πάθος ενάντια στην επιβολή της υποχρεωτικής πληρωμής τους με πλαστικό χρήμα λέγοντας πως «μας υποπτεύονται για φοροδιαφυγή και αυτό είναι προσβλητικό». Οι μικροπωλητές στο πανηγύρι του Αμύνταιου οριακά δεν λιντσάρισαν τους εφοριακούς που πήγαν για έλεγχο, κάτι που είχε γίνει και σε πιο εστέτ μέρη, όπως στην Υδρα δύο καλοκαίρια πριν.
Από τη µία είναι λογικό, ο καθένας θέλει να προστατεύσει τον εαυτό του, την κάστα του. Από την άλλη, με το ΤΙΝΑ (Τhere Is No Alternative) να έχει χωνευτεί και εκλογικά, με τις περισσότερες επαγγελματικές ομάδες να είναι επίσημα υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα, εμφανίζεται ένα πρόβλημα: Ποιος θα πληρώσει; Αν όχι οι γιατροί –όχι εξοντωτικά, όχι μέσα σε συνθήκες κοινωνικού αυτοματισμού, αλλά όσο τους αναλογεί –αν όχι η Εκκλησία, αν όχι οι εστιάτορες της Υδρας, τότε ποιοι; Αυτοί που πληρώνουν πάντα είναι η απάντηση: οι απροστάτευτοι, όσοι είναι μακριά από κλίκες, όσοι επέλεξαν ή τους έλαχε να είναι εκτός προστασίας.
Βλέποντας την Ιστορία μας από απόσταση, δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς πώς θα φαίνεται η ζωή μας σε ένα ντοκιμαντέρ που θα προβληθεί σε μια υπέροχη οθόνη σε 71 χρόνια. Πώς θα φαινόμαστε; Κωμικοί ή τραγικοί; Ας ελπίσουμε τουλάχιστον να είμαστε χαριτωμένοι μέσα στην πλήρη άγνοιά μας για το μέλλον.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ