Σε μια κρίσιμη συγκυρία για το μέλλον της χώρας μας, θα περίμενε κανείς η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας να αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα όλων, αλλά και βασική επιλογή των «θεσμών». Ωστόσο, αντί αυτού, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θέατρο παραλόγου, όπου επιχειρείται να επιβληθούν, ως «προαπαιτούμενα», μέτρα αντιαναπτυξιακά που, αν εφαρμοστούν, θα οδηγήσουν στην αποβιομηχάνιση της χώρας και σε ανήκεστο βλάβη την εθνική οικονομία.
Το ζήτημα των παρεμβάσεων στη φαρμακευτική πολιτική είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα μιας επίμονης τακτικής υπονόμευσης εθνικών στρατηγικών συμφερόντων.
Επειτα από μία πενταετία, που αποδόμησε τη φαρμακευτική περίθαλψη στη χώρα μας, σήμερα μεθοδεύονται συγκεκριμένες παρεμβάσεις που χτυπούν συθέμελα το σύστημα Υγείας. Το μοναδικό θέμα που φαίνεται να απασχολεί τους «θεσμούς» –και έχει τεθεί πιεστικά, ως αναγκαστική νομοθετική ρύθμιση, στην Αθήνα –αφορά την εφαρμογή ενός συστήματος τιμολόγησης που οδηγεί απροκάλυπτα στη μαζική ανεξέλεγκτη είσοδο γενοσήμων από τρίτες χώρες και στην κυριαρχία ακριβών εισαγόμενων πρωτότυπων φαρμάκων.
Είναι προφανές ότι οι προτάσεις των δανειστών δεν προσφέρουν κάποιο όφελος για τα Ταμεία, τους ασθενείς και την εθνική οικονομία. Αντίθετα, προκαλείται ζημιά σε πολλά επίπεδα. Γιατί θέλουν να επιβάλουν, μονοδιάστατα, την περαιτέρω μείωση της τιμής του οικονομικού εγχωρίως παραγομένου φαρμάκου, το οποίο ας σημειωθεί ότι πωλείται με 70% έκπτωση σε σχέση με τις αρχικές τιμές των εισαγόμενων. Ετσι έχουμε το παράλογο να μας ζητούν να μειώσουμε την τιμή ενός ελληνικού φαρμάκου που κοστίζει λ.χ. 3,5 ευρώ, την ίδια ώρα που μένει στο σύστημα, με μεγάλης έκτασης συνταγογραφία, ένα νεότερο εισαγόμενο των 20 ευρώ.
Αυτό, πέρα από τις επιπτώσεις στους ασθενείς και στο σύστημα Υγείας, οδηγεί σε μια αδιανόητη, στις σημερινές συνθήκες παραγωγής και χρηματοδότησης, περαιτέρω συμπίεση της τιμής του ελληνικού φαρμάκου, το οποίο έχει ήδη δεχθεί κατά 60% μειώσεις τιμών την τελευταία πενταετία. Το φτηνό ελληνικό φάρμακο θα οδηγηθεί, αργά ή γρήγορα, εκτός αγοράς, με συνέπεια ο έλληνας ασφαλισμένος να έχει πρόσβαση μόνο στο ακριβό εισαγόμενο.
Και βέβαια η κυκλοφορία στην ελληνική αγορά μοναδικών καινοτόμων εισαγόμενων φαρμάκων με ιδιαίτερη θεραπευτική αξία είναι χρήσιμη και απαραίτητη στο σύστημα Υγείας. Αυτό όμως είναι διαφορετικό από το γεγονός ότι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία παρέχει σήμερα οικονομικές και ποιοτικές φαρμακευτικές θεραπείες που μπορούν να πάρουν τη θέση πολλών ακριβών εισαγομένων σκευασμάτων.
Το ερώτημα που πρέπει να απασχολεί όλους όσοι ασχολούνται με την οικονομία σε αυτόν τόπο είναι με ποιο σκεπτικό επιδιώκεται μονομερώς –ως μοναδικό προαπαιτούμενο –η υιοθέτηση του συγκεκριμένου μέτρου, τη στιγμή μάλιστα που όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ασχολούνται σήμερα με ζητήματα που αφορούν τον έλεγχο της συνταγογράφησης και της αποζημίωσης των ακριβών φαρμάκων, στην εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων και στην παροχή κινήτρων για τη χρήση οικονομικών φαρμάκων; Γιατί εδώ δεν μπορεί να εφαρμοστεί μια πολιτική που θα δίνει όγκο στο οικονομικό γενόσημο, το οποίο αποτελεί κύρια επιλογή στα ευρωπαϊκά συστήματα Υγείας;
Οι συγκεκριμένες μεθοδεύσεις είναι ιδιαίτερα προκλητικές και στα όρια της νομιμότητας. Γι’ αυτό και είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίο κυβέρνηση και κόμματα να ορθώσουν ανάστημα. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία προβλέπει άλλωστε πως η κάθε κυβέρνηση ορίζει η ίδια την εθνική φαρμακευτική πολιτική της. Γιατί αυτό δεν μπορεί να συμβεί και στην Ελλάδα, όταν μάλιστα υφίσταται κλειστός προϋπολογισμός φαρμάκου και συνεπώς δεν θα υπάρξει καμία επιβάρυνση για το κράτος; Πόσω μάλλον, όταν η ελληνική φαρμακοβιομηχανία έχει επανειλημμένα διαβεβαιώσει για τη δυνατότητά της να καλύψει το 60% των αναγκών της εξωνοσοκομειακής περίθαλψης και το 40% της νοσοκομειακής με ποιοτικά και οικονομικά φάρμακα, τα οποία ελέγχονται διαρκώς από τον ΕΟΦ. Αυτό θα εξοικονομούσε ετησίως περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ.
Είναι ξεκάθαρο ότι η πρόταση των «θεσμών» είναι ύποπτη και αν υιοθετηθεί ως «προαπαιτούμενο» δημιουργεί μόχλευση, στρεβλώνει την αγορά και οδηγεί σε μονοπωλιακές καταστάσεις.
Με περισσότερο από το 60% των θέσεων εργασίας και το 90% των συνολικών επενδύσεων του φαρμακευτικού κλάδου στη χώρα την τελευταία δεκαετία, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη ενός ισότιμου συστήματος κατανομής της φαρμακευτικής δαπάνης, με βάση διαρθρωτικά μέτρα, όπως ισχύει σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η χάραξη της πολιτικής φαρμάκου δεν μπορεί παρά να αποτελεί ζήτημα μείζονος εθνικής σημασίας για κάθε χώρα -ιδιαίτερα για την Ελλάδα που έχει ανάγκη μακροπρόθεσμο στρατηγικό αναπτυξιακό σχεδιασμό. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία είναι από τους λίγους σταθερούς αναπτυξιακούς πυλώνες της εθνικής οικονομίας. Θα την υπονομεύσουμε;
Ο κ. Θεόδωρος Τρύφων είναι αντιπρόεδρος της ELPEN και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ