ΤΟ ΒΗΜΑ – THE NEW YORK TIMES

Η ρωσική επέμβαση στη Συρία σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας και ακόμα πιο επικίνδυνης φάσης στον συνεχιζόμενο εφιάλτη του εμφύλιου πολέμου της Συρίας. Η κίνηση της Ρωσίας στη Συρία είναι πράγματι τολμηρή, αλλά δεν θα σταματήσει τον συριακό Εμφύλιο ούτε θα περιορίσει την απειλή της τρομοκρατίας και του εξτρεμισμού. Οι διάφορες πολιτοφυλακές στο έδαφος της Συρίας και όσοι τις υποστηρίζουν στο εξωτερικό θα σχεδιάσουν μια απάντηση και θα σκοτώσουν Ρώσους.
Σε γενικές γραμμές, οι ρωσικές προσπάθειες θα οξύνουν τη βία και θα αναζωπυρώσουν την τρομοκρατία, διακινδυνεύοντας ταυτόχρονα να παρασύρουν τους Ρώσους σε ένα τέλμα. Οι συνέπειες ενδέχεται να είναι αρνητικές για τη Ρωσία, για τις Ηνωμένες Πολιτείες και, το χειρότερο, για τη Συρία τους γείτονές της.
Θα ήταν ύψιστη τρέλα εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες απαντούσαν στις ρωσικές επιδρομές στη Συρία με μια εξίσου τολμηρή, αλλά ανόητη κίνηση. Οι πολλές προτάσεις που προέρχονται από τους προεδρικούς υποψηφίους – από την επιβολή ζωνών απαγόρευσης πτήσεων έως την αποστολή αμερικανικών δυνάμεων που θα πολεμήσουν ανοιχτά το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ – φαίνονται ισχυρές και ικανές να απαντήσουν στη ρωσική πρόκληση. Αλλά καμία δεν εμπεριέχει μία, έστω και αόριστα εύλογη, θεωρία για το πώς θα βελτιωθεί ουσιαστικά η κατάσταση στη Συρία. Η βασική ιδέα είναι να κάνουμε κάτι τολμηρό και αποφασιστικό και στη συνέχεια θα ακολουθήσουν η ειρήνη και η δημοκρατία. Δυστυχώς, η κυβέρνηση Μπους έχει ήδη δοκιμάσει αυτήν την ιδέα στο Ιράκ.
Αντ’ αυτού, οι πολιτικοί ιθύνοντες της Δύσης θα πρέπει να κάνουν μια παύση, να επιδείξουν προσοχή, και να σκεφτούν τί τροφοδοτεί τη βία στη Συρία και γιατί οι Ρώσοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να εμπλακούν σε μια εξαιρετικά δαπανηρή, δυνητικά, κλιμάκωση της κρίσης. Τόσο το καθεστώς Άσαντ όσο και οι διάφορες φατρίες της αντιπολίτευσης κατάφεραν να επιβιώσουν τόσο καιρό στον εμφύλιο πόλεμο λόγω της σημαντικής εξωτερικής βοήθειας. Αυτή είναι μια γνωστή τακτική από τις παλιές κακές ημέρες του Ψυχρού Πολέμου, όταν εμφύλιοι πόλεμοι σε μέρη όπως η Αγκόλα, η Γουατεμάλα και το Βιετνάμ τροφοδοτούνταν επί δεκαετίες από την κλιμακούμενη αντιπαράθεση ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση.
Ακόμα και δίχως έναν Ψυχρό Πόλεμο, η τακτική των πολέμων δια αντιπροσώπων αντέχει ακόμα. Το καθεστώς του Άσαντ, στην πραγματικότητα, έχει υποστεί αρκετές αποτυχίες τους τελευταίους μήνες, συμπεριλαμβανομένων της προέλασης του ισλαμικού κράτους μέσω της κεντρικής Συρίας και τις νίκες της αντιπολίτευσης στην επαρχία Ιντλίμπ. Οι αποτυχίες αυτές προέκυψαν εν μέρει από την αύξηση της ξένης βοήθειας από τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ, ακόμη και, ως ένα βαθμό, από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ρωσία ενεπλάκη Συρία ώστε να μπορεί να διαπραγματευτεί με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους από «θέση ισχύος». Αυτό σημαίνει ότι θα στηρίξει το ετοιμόρροπο καθεστώς του Άσαντ.
Η στρατηγική αυτή αποτελεί αντικατοπτρισμό του εξίσου προβληματικού σχεδίου των Αμερικανών για τη για τη Συρία. Η αμερικανική πολιτική υποστηρίζει ομοίως ότι ο τερματισμός του εμφυλίου της Συρίας απαιτεί την αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων σε τέτοιο βαθμό ώστε να πειστούν οι εξωτερικοί υποστηρικτές του Άσαντ ότι το καθεστώς του δεν έχει μέλλον και να αρχίσουν να διαπραγματεύονται με τους όρους της αντιπολίτευσης.
Η πρόσφατη κλιμάκωση της έντασης από τη Ρωσία και η στάση των ΗΠΑ καθιστούν ακόμη δυσκολότερη την επίτευξη ενός συμβιβασμού. Οι περιφερειακές δυνάμεις, ιδιαίτερα το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, φαίνεται πως βρίσκονται ακόμη πιο μακριά από το συμβιβασμό απ’ ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία.
Εντωμεταξύ, οι αμερικανικές προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην τεράστια δυστυχία που πλημμυρίζει τις γειτονικές χώρες και την Ευρώπη. Η προσφυγική κρίση, όπως πολλοί έχουν επισημάνει, είναι ένα σύμπτωμα της νόσου που είναι ο συριακός εμφύλιος πόλεμος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η διεθνής κοινότητα έχουν δώσει πολλές φορές την εντύπωση ότι εστιάζουν στη θεραπεία μιας ανίατης ασθένειας τα συμπτώματα της οποίας –στην προκειμένη περίπτωση τους πρόσφυγες –αγνόησαν.
Μπορούμε να παράσχουμε μεγαλύτερη βοήθεια προς τους πρόσφυγες, και μπορούμε να καταβάλουμε μεγαλύτερες προσπάθειες για την ενσωμάτωσή τους στις γειτονικές χώρες. Αυτό δεν αποτελεί λύση για τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά μερικές φορές το πιο τολμηρό πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς είναι να αναγνωρίσει τα όρια της ισχύος του.

* Ο Τζέρεμι Σαπίρο είναι συνεργάτης του Ινστιτούτου Brookings, ειδικός σε ζητήματα διεθνούς πολιτικής