Συζήτηση σχετικά με το πόσο θα πρέπει να πληρώσουν όσοι πάνε να ψηφίσουν για τον επόμενο πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας έχει ανοίξει στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Δεν είναι ακόμα σαφές αν θα γίνει κάτι τέτοιο και, σε περίπτωση που γίνει, ποιο θα είναι το τίμημα: θα είναι πέντε ευρώ; Θα είναι δέκα; Θα είναι πενήντα; Ουδείς γνωρίζει ακόμα.

Όμως, αυτήν ειδικά τη στιγμή, θα έπρεπε να μην είναι τίποτα. Θα έπρεπε το κόμμα να αποφύγει τη σύνδεση της ψηφοφορίας με οικονομική καταβολή, έστω και την ελάχιστη.

Τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα είναι γνωστά: το κυριότερο ανάμεσά τους είναι ότι με αυτό τον τρόπο θεωρείται ότι όλοι όσοι θα πάνε να ψηφίσουν θα πάνε επειδή τους αφορά κι όχι επειδή θέλουν να κάνουν χαβαλέ ή να επηρεάσουν καθοδηγημένα το αποτέλεσμα.

Καλά όλα αυτά, αλλά πρέπει να βρουν άλλους τρόπους να τα ελέγξουν. Κι όχι τα λεφτά.

Ένα κόμμα, όταν μάλιστα θέλει να κυβερνήσει, οφείλει, αν μη τι άλλο να έχει βρει τους τρόπους να διασφαλίσει την ορθότητα της σύνθεσης του εκλογικού σώματος που εκλέγει τον πρόεδρο του. Αν δεν είναι εις θέση να κάνει ούτε αυτό, πώς μπορεί να φαντάζεται ότι πείθει πώς μπορεί να αναλάβει τα ηνία ενός κράτους; Ειδικά δε με τις πρόσφατες «επιδόσεις» της Ν.Δ. στο εν λόγω πεδίο, οι αμφιβολίες χτυπάνε κόκκινο – γι αυτό άλλωστε η Ν.Δ. συνέβαλλε τα μέγιστα στο να έρθει στην εξουσία… το κόκκινο.

Η ψήφος δεν είναι δυνατόν να συνδέεται με ποσό: ούτε μικρό, ούτε μεγάλο, ούτε συμβολικό, ούτε σημαντικό. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, επικυρώνεται η αγοραία διάστασή της, η οποία τόσο πολύ έχει ταλαιπωρήσει την Ελλάδα. Αυτό το «πόσο πάει η ψήφος;» υπήρξε η καταστροφή μας.

«Μα το κάνουν κι αλλού» θα αντιτάξει κάποιος. Ε, δεν πειράζει, ας το κάνουν. Ας βρούμε τίποτα άλλο να αντιγράψουμε από αλλού. Τόσα και τόσα έχουν που μας λείπουν. Όχι αυτό.