Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό που δυστυχώς θα μείνει από την επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στη Νέα Υόρκη είναι η ατυχής εμφάνισή του απέναντι στον Μπιλ Κλίντον. Και είναι αυτή μια άδικη διαπίστωση, καθώς ο κ. Τσίπρας δεν ήταν υποχρεωμένος να μιλήσει στα αγγλικά (τα οποία και προφανώς δεν κατέχει), αλλά όπως μιλούν στη γλώσσα τους οι περισσότεροι ηγέτες, χρησιμοποιώντας μεταφραστές. Ετσι χάθηκε η ευκαιρία να περάσει η νέα κυβέρνηση τα μηνύματα που ήθελε, όχι μόνο σε ένα ακροατήριο υψηλού επιπέδου, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, από τη στιγμή που την εκδήλωση μετέδιδε απευθείας το CNN. Και τέτοιες ευκαιρίες δεν παρουσιάζονται συχνά. Ιδιαίτερα σήμερα που η εικόνα της χώρας μας βρίσκεται στο ναδίρ και, πέρα από τη γνωστή οικτρή οικονομική κατάσταση, παραμένουν ανοικτά και όλα τα προβλήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Θα ήταν μάλιστα αστείο να θεωρήσει κανείς ότι η ολιγόλεπτη συνομιλία που είχε ο κ. Τσίπρας με τον πρόεδρο Ομπάμα, κατά τη διάρκεια του γεύματος το οποίο παρέθεσε προς 200 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, είχε την καθοριστική σημασία και την ευρύτητα περιεχόμενου που παρουσίασε η κυβερνητική προπαγάνδα. Τι μπορείς, αλήθεια, να πεις μέσα σε δύο λεπτά, εκτός από μια φιλοφρόνηση και να θίξεις στα πεταχτά κάνα-δυο ζητήματα; Ευτυχώς πάντως που η εκτενής συζήτηση έγινε στη συνέχεια με τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, όπου θα αρκούσε η παρουσία μόνον του έλληνα ομολόγου του. Δεν προέκυψε όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα και από τις επαφές με τους γείτονές μας (οι σχέσεις με τους οποίους παραμένουν παγωμένες) πέρα από τις γενικόλογες αναφορές και τα καθιερωμένα ευχολόγια. Αντίθετα, επιβεβαιώθηκε για μία ακόμη φορά η χαμένη μάχη για το Σκοπιανό, με την επιμονή των Αμερικανών στον όρο «Μακεδονία» και τη μη παρουσία, λόγω αυτού, της ελληνικής αντιπροσωπείας σε σχετική εκδήλωση.
Το πιο απαράδεκτο όμως σε όλη αυτή την ιστορία είναι η προσπάθεια που έγινε να αποδειχθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες τήρησαν μια διαφορετική στάση απέναντι στην Ελλάδα από ό,τι οι Ευρωπαίοι, με αποκορύφωμα τη φράση περί «ευήκοων ώτων» που βρήκε η ελληνική κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον. Και είναι απαράδεκτο επειδή επί της ουσίας οι Αμερικανοί δεν σταμάτησαν να ζητούν από τον κ. Τσίπρα αυτό που ζητούν όλοι, την ανάγκη να ολοκληρωθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, διαφοροποιούμενοι απλώς ως προς την έκταση των μέτρων λιτότητας. Από το σημείο αυτό, όμως, ως τη δημιουργία της αφελούς εντύπωσης ότι αφού έχουμε τους Αμερικανούς στο πλευρό μας θα κατατροπώσουμε τους Ευρωπαίους, η απόσταση είναι μεγάλη. Διότι με τους ευρωπαίους εταίρους μας, που είναι και οι δανειστές μας, έχουμε να διαπραγματευτούμε και όχι με τους Αμερικανούς, που δεν είναι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ