Φαίνεται παράδοξο ότι όσο περισσότερο γίνεται λόγος για «ανασυγκρότηση» της χώρας και «σχεδιασμό» τόσο περισσότερο φανερώνεται η δυσκολία τα λόγια να οδηγήσουν σε πράξεις. Η γλώσσα μας είναι σαν να γλείφει τις πληγές μας. Δεν υπάρχει πολιτικός που τα τελευταία χρόνια να μη δήλωσε πόσο αναγκαίο είναι να καταστρωθούν, επιτέλους, σχέδια για την οικονομία και τη διοίκηση, και δεν υπάρχει πολίτης που, ακούγοντάς τον, να μην κούνησε το κεφάλι του με τον τρόπο που λέει «μάλιστα… και λοιπόν;».
Η εκκρεμότητα έμεινε άλυτη επί χρόνια και εξακολουθεί να μένει. Μοιάζει σχεδόν ακατόρθωτο να ορίζονται οι επιδιώξεις, να επιλέγονται τα μέσα για να τις υπηρετήσουν και να τίθενται σκοποί και μέσα στη γραμμή του χρόνου. Γιατί άραγε; Γιατί σε μια κοινωνία που βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπη με απρόοπτα να λείπει η πρόνοια; Η απάντηση βρίσκεται μέσα στην εμπειρία καθενός. Ολοι ξέρουν ότι στον τόπο μας απέναντι στα απρόβλεπτα και στις αναποδιές το μόνο που έχει κανείς είναι τα ανακλαστικά του της προσαρμογής. Γρήγορες αντιδράσεις, επιδιορθώσεις των ζημιών, βιαστική ανασύνταξη. Επειτα απ’ αυτό η ζωή θα συνεχιστεί με τον πρόχειρο κανόνα τού «μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει».
Ετσι περίπου πορευόταν το άτομο. Η οικογένεια όμως όφειλε να μην είναι τόσο κοντόθωρη. Δεν θα ήταν οικογένεια αν δεν φρόντιζε την αναπαραγωγή της, πράγμα που σημαίνει ότι για αυτήν το μέλλον ήταν πάντοτε κάτι που έπρεπε κάπως να το ελέγχει. Και πράγματι, κατέβαλλε κάθε προσπάθεια για να χαράξει την πορεία της προς το άγνωστο. Προγραμμάτιζε την αγορά κατοικίας, τη μετακίνησή της από την ύπαιθρο στο αστικό κέντρο, αποταμίευε ώστε να εξασφαλιστούν οι σπουδές των παιδιών. Με δυο λόγια, η οικογένεια σχεδίαζε. Και μπορούμε να πούμε γενικεύοντας ότι στην κοινωνική ζωή, παρά τις στερήσεις και τις συχνές αναταραχές, επιζούσε στον πληθυσμό η ανάγκη του να βάζει τα πράγματα σε κάποια σειρά, και να ‘χει την αίσθηση πως η σειρά αυτή δεν θα κοπεί απότομα. Η ελληνική κοινωνία ποθούσε τη διάρκεια. Η πολιτική ηγεσία της όμως βασιζόταν στη στιγμή. Τη χαρακτήριζε ανέκαθεν μια υφέρπουσα τάση πραξικοπηματισμού. Αντί να εμπιστεύεται τις διαδικασίες, τις άλλαζε κατά το δοκούν, αντί να σπέρνει, θέριζε πρωίμως ό,τι τύχαινε να φυτρώσει μπροστά της που της φαινόταν συμφέρον.
Αυτή η ανυπομονησία είναι η άλλη όψη της αδράνειας. Οποιος αισθάνεται ανεπαρκής για την εκτέλεση ενός μεγάλου έργου, αναπληρώνει την αδυναμία του με την ετοιμότητα να αρπάζει τα εγγύτερα, να επωφελείται από ό,τι μπορεί. Ιδού η πρώτη αιτία που η έννοια του σχεδιασμού ήταν ανέκαθεν στην ελληνική πολιτική συνώνυμη με το χάσιμο χρόνου. Στην ουσία φαινόταν πως το να εκπονούνται προγράμματα, να καθορίζονται ενέργειες, να προϋπολογίζονται τα έξοδα και να εκτιμώνται τα ενδεχόμενα εμπόδια ήταν ένα είδος ματαιοπονίας, αφού οι πιθανότητες να καταβροχθισθούν τα όποια σχέδια από έκτακτα γεγονότα ήταν πολύ περισσότερες. Υπό αυτή την έννοια θα νόμιζε κανείς ότι ο «ρεαλισμός» ήταν άξονας της πολιτικής (και για όλα τα εκάστοτε κόμματα της εξουσίας). Αλλά δεν επρόκειτο για αυτό.

Ενας τέτοιος ρεαλισμός δεν είναι παρά συνειδητό ψαλίδισμα της θέλησης. Διότι το να κατέχει κανείς ηγετική θέση χωρίς να θέλει να ηγηθεί, να διστάζει μονίμως να κοιτάξει μακρύτερα από φόβο μήπως σκοντάψει κάπου μπροστά του αποτελεί ουσιαστικά παραίτηση, και μάλιστα παραίτηση πριν από το εγχείρημα.

Εξυπακούεται ότι η παθητικότητα αυτή συνήθως συγκαλύπτεται. Εφευρίσκονται δικαιολογίες και ελαφρυντικά και ανανεώνεται τακτικά η υπόσχεση προς τον λαό ότι η ολιγωρία και η έλλειψη πρωτοβουλίας θα τερματιστούν το ταχύτερο. Πάνω απ’ όλα, ο ρουτινιέρης πολιτικός θα επικαλεσθεί ότι η θέλησή του βρίσκεται υπό περιορισμόν. Οι κηδεμόνες, οι Μεγάλες Δυνάμεις (άλλοτε), οι δανειστές, όλοι αυτοί, κάθε φορά του επιβάλλονται, τον πιέζουν. Τι να κάνει; Τι άλλο από το να τους ξεγελάσει λιγάκι, να κερδίσει χρόνο. Και είναι γεγονός ότι παλαιότερα κερδιζόταν κάποιος χρόνος, με τη διαφορά ότι κατόπιν αυτοί που τον έκλεβαν δεν ήξεραν τι να τον κάνουν. Τελικά, τον χρησιμοποιούσαν για να κρατήσουν τα πόστα τους και να τα εμφανίζουν στο πλήθος σαν τάχα απειλούμενα από άρπαγες που περιφρονούν τις κάλπες και τη λαϊκή εντολή.
Μας καλούσαν εμάς, τους πολίτες και ψηφοφόρους, να προστατέψουμε τους εκπροσώπους μας με την υπομονή μας. Επρεπε να μη βιαζόμαστε, να περιμένουμε, να κατανοούμε τον υπουργό που καθυστερούσε να πράξει τα αναμενόμενα. Ηταν ζορισμένος, τον στρίμωχναν τα ξένα και τα ντόπια συμφέροντα, αλλά θα έσπαγε συντόμως τα δεσμά του, μας το υποσχόταν αυτό και έπρεπε να τον πιστέψουμε.
Πέρασαν έτσι κάμποσες δεκαετίες θεατρινισμού και ανευθυνότητας. Σήμερα, θα φανταζόταν κανείς ότι μετά τα τόσα που συνέβησαν η θεατρική σκηνή αυτού του είδους θα γκρεμιζόταν και η πλατεία θα είχε ελάχιστους θεατές. Δεν είναι όμως έτσι. Ποτέ δεν θα πάψει το παιχνίδι της ρητορικής γιατί πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που θα θέλουν να περνάνε για καλύτεροι απ’ ό,τι είναι και από την άλλη πάντα στο λαϊκό ακροατήριο η δυσπιστία θα αποκοιμιέται για χάρη της ελπίδας. Οπότε, ακόμη και υπό τις σημερινές συνθήκες, ίσως συνεχιστούν οι παλιές φλυαρίες. Πιθανόν να ακουστούν ξανά από μερικά επίσημα χείλη λόγια που δεν θα τα συνοδέψουν αντίστοιχα έργα. Οσοι τα πουν θα είναι οι χειρότεροι εχθροί του κοινωνικού συνόλου. Οι πραγματικοί μας δήμιοι θα είναι οι μεγαλόσχημοι άπραγοι και οι πραγματικοί λυτρωτές αυτοί που θα απαγορέψουν στην απραξία να κυβερνά.
Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ