Στον Αριστείδη Μπαλτά ταιριάζει μια ρήση του Μαρξ από την Αγία οικογένεια: «Δεν έχει και πολλή σημασία τι φαντάζεται προς στιγμήν ως στόχο ο τάδε ή ο δείνα προλετάριος. Το μόνο που έχει σημασία είναι αυτό που είναι αυτός και αυτό που είναι ιστορικά αναγκαίο να πράξει υπακούοντας σε αυτό το είναι».
Με τη θητεία του στο υπουργείο Παιδείας ο Μπαλτάς υπάκουσε προφανώς σ’ αυτό το «είναι αυτός». Αποτέλεσμα; Να «μετακομίσει» στο υπουργείο Πολιτισμού. Κατ’ ουσίαν να «χαροποιήσει» τους αντιπάλους του, εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, πλην, υποθέτω, του Αλέξη Τσίπρα.
Και προφανώς την υπόθεσή μου αυτή θα την επιβεβαιώσω σύντομα, όταν θα δω να ψηφίζεται το νομοσχέδιο Μπαλτά. Αλλωστε, ο αντικαταστάτης του –ένας πολιτικός υπουργός, όπως ο Νίκος Φίλης –αναγνώστης και αυτός του Μαρξ –στην ίδια επιδίωξη θα επιμείνει: την προστασία του δημόσιου πανεπιστημίου από την πλανεύτρα αγορά.
Την απόφαση του Πρωθυπουργού να σκαντζάρει τον Ξυδάκη με τον Μπαλτά δεν διανοούμαι να την εκλάβω ως συμβιβασμό εντός του μεγάλου «έντιμου συμβιβασμού» του. Διότι είμαι βέβαιος ότι και για τον Τσίπρα το μόνο που έχει τελικά σημασία είναι αυτό που είναι αυτός (Μαρξ), και που κατά συνέπεια «είναι ιστορικά αναγκαίο να πράξει υπακούοντας σε αυτό το είναι» (Μαρξ).
Θέλω να το πιστεύω ότι ο Τσίπρας παραμένει «αυτό που είναι αυτός». Πιστεύω επίσης πως και η ανάγνωση του Μαρξ, όπως γίνεται από τα παλαιο-μαρξιστικά απολιθώματα, δεν είναι πλέον χρήσιμη για να κατανοήσει κανείς και κυρίως για να μετασχηματίσει τις κοινωνικές δομές.
Και αυτή είναι η διαφορά του μαρξιστή Αριστείδη Μπαλτά όταν επιμένει στην εμπειρία του «αδύνατου», όπως για παράδειγμα, το όραμά του για την Ανώτατη Παιδεία. Εδώ, επίσης, έγκειται και η καταφυγή του προς εκείνο το συνεπές κατά το μάλλον ή ήττον σύνολο συλλογιστικών κανόνων που αποκαλείται αποδόμηση. Κυρίως όταν αυτή η διεισδυτική θεωρία μορφοποιεί και τον μαρξισμό.
Ενα παράδειγμα. Η πεποίθηση του Μπαλτά ότι τα Συμβούλια αποτελούν μια ελλιπή εφαρμογή του αμερικανικού συστήματος, όπου ο «διορισμένος» από αυτά πρύτανης δεν έχει καμία σχέση με την ακαδημαϊκή λειτουργία, εφόσον μόνο τις υλικές της προϋποθέσεις εξασφαλίζει, είναι κυρίως ο λόγος της αβυσσαλέας πολεμικής εναντίον του από τους φιλόδοξους έλληνες «συμβούλους», που βλέπουν να χάνεται μέσα από τα χέρια τους το προνόμιο εξουσίας που τους παρείχε ο νόμος Διαμαντοπούλου.
Αλλά δεν έχει και πολλή σημασία τι φαντάζεται ο Αριστείδης Μπαλτάς. Σημασία έχει ότι αυτός που είναι, όπως είναι (ο καθηγητής στο Πολυτεχνείο, ο υπουργός στο Παιδείας και τώρα στο Πολιτισμού), προκαλεί τη διαδικασία εκείνη που αντικειμενικά καθιστά κάθε θεσμό στον οποίο δραστηριοποιείται ανοιχτό. Ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει κρίσιμες ρωγμές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ