Πρόκειται για ευδόκιμη συλλογή του Γιώργου Μπλάνα, ώριμου ποιητή και μεταφραστή –γεννήθηκε το 1944 στην Αθήνα. Ο επίτιτλός της αποτελεί ήδη σήμα για τον μαχητικό της στόχο − θα επανέλθω. Προηγούνται τρία δείγματα ποιητικής γραφής, για να μη μιλούμε στον αέρα. Οι εργοβιογραφικές συστάσεις έπονται. Το πρώτο παράθεμα, με το οποίο ανοίγει η συλλογή, έχει λίγο-πολύ προγραμματικό χαρακτήρα:
«Ω τίποτα δεν γίνεται, ασύστατοι∙ τίποτα∙ παραείναι / ανήσυχη η ουρά της Ιστορίας, για να την αγνοήσει − / η Ιστορία. Τι βγαίνει από αυτήν την τετράποδη μανία / να έχει συνεχώς τα δόντια της το παρελθόν; / Κατά τη γνώμη μου, ο θάνατος –γαβγίσει δεν γαβγίσει –/ η σάρκα συνεχίζει να κρέμεται από την ψυχή / και κανείς δεν μπορεί να δει στην ομορφιά / το ισοδύναμο της αλήθειας, / με την παλιά χάλκινη σημασία. // Φυσάει μέταλλο αρπακτικό: / σκοτάδι το άνω πέλαγος, η νύχτα / αιμάτωμα στη ράχη του ύπνου / και ξαφνικά κάτι σαν φόβος […]». Το δεύτερο παράθεμα σημαδεύει ακριβώς τη μέση της συλλογής:
«Μια στιγμή να εμπιστευτείς το φως / και πιάνει ο θάνατος δουλειά. // Στα σπλάχνα ωρύεται ο αρχαίος λύκος / του παραδείσου. Στα αίματα γυρεύουν / κλαδιά και φύλλα και καρπούς / οι ρίζες των ονείρων. / Μερικά χρόνια λαλίστατης ευεξίας, / άλλα τόσα έγγραφου πόνου, / κι έπειτα το μεθυσμένο καράβι σαπίζει / στη Μασσαλία από καρκίνο του μυελού των ιστών». Το τρίτο, και εκτενέστερο, παράθεμα σφραγίζει παρά ένα τη συλλογή:
«Πήρε τα μάτια του από τη γη, / κοίταξε γύρω του και είδε τον ουρανό / να αιμορραγεί σκοτάδι στα δόντια της πόλης. / «Αυτήν τη σιωπή μου ζητάς / να μιλήσω καρδιά μου; Πού ήσουν / πριν σε φωνάξω ακτή, στον βυθό / των πόθων μου; Πού ήσουν πριν ριχτώ / απ’ την ακτή σου στον γκρεμό μου; // Την αλήθεια σου πεθαίνω, αρπακτικό / κι εσύ τρέφεις το ψέμα σου με τον αφανισμό μου» / είπε και δάκρυσε κάτι αιφνίδια φωτεινό. // Κάτι αιφνίδια φωτεινό δάκρυσε∙ όμως / δεν ήταν θλίψη ούτε απόγνωση βαθιά / που σηκώνει τον γιακά της ερημιάς / και συνεχίζει σκοτεινά. / Ηταν οργή. Σηκώθηκε, έβαλε εκείνα τα λινά παπούτσια / κι είπε στην πέτρα: »Εδώ καρδιά μου / θα τριγυρίζω, ώσπου να μάθεις να πετάς: / πουλί αμετανόητο, ελάφι φωτεινό και φίδι μόσχος / στον αφαλό του ελαφιού. / Θυμάσαι, ανάθεμά σε;»
Πριν από κάθε σχόλιο δύο αισθήσεις ασχολίαστες. Η πρώτη: κυριολεξία και μεταφορά εδώ δεν ξεχωρίζουν, χωνεύεται η μία στην άλλη. Η δεύτερη: ο ποιητικός λόγος είναι, με σπάνιες εξαιρέσεις, οιστρήλατος, χωρίς όμως ίχνος ρητορείας. Από τον δίαυλο αυτόν περνά ανεμπόδιστα ο επίτιτλος της συλλογής, που είναι απόηχος του Αλκαίου: Τασιωτικά [51-100]. Δυo λόγια μόνο περί αυτού σε μορφή παρένθεσης:
Ο Αλκαίος, αντίποδας και αντίπαλος της Σαπφώς, εκπροσωπεί τον αντρικό κόσμο, με ποιήματα που μοιράζονται στα δύο: στο ένα χέρι αρμόζουν τα συμποτικά και τα ερωτικά του ποιήματα∙ στο άλλο τα πολιτικά, αγωνιστικά και ανταγωνιστικά, με στόχο κυρίως τον τύραννο Πιττακό, που εύστοχα ονομάστηκαν «στασιωτικά». Δεν θα επιμείνω περισσότερο, μολονότι η σύγκριση ανάμεσα στα Στασιωτικά του Αλκαίου και στα ομώνυμα του Μπλάνα θα μας οδηγούσε στον δρόμο της ποιητικής μαθητείας.
Η σύστασή του ως «συγγραφέα έργων επιστημονικής φαντασίας και μεταφραστή» στο «Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» (Εκδόσεις Πατάκη) ελέγχεται μάλλον λειψή και παραπειστική. Προτιμώ αντ’ αυτής την αυτοσύσταση στην προκείμενη συλλογή, που μοιράζει το έργο του σε πρωτότυπη Ποίηση, Μεταγραφές, Εκδόσεις-Ανθολογήσεις, Πεζογραφία, Δοκίμια.
Στην Ποίηση επονομάζονται οκτώ συλλογές, μαζί με τα «Στασιωτικά 1-50». Στις Μεταγραφές μεταγράφονται (κατά σειρά εμφανίσεως) τέσσερα σοφόκλεια δράματα (Φιλοκτήτης, Αίας, Αντιγόνη, Ηλέκτρα), ένα του Ευριπίδη (Ηρακλής Μαινόμενος), Αρχίλοχος («Ποιήματα και θρύψαλα»), δύο ιλιαδικές ραψωδίες (η Ι’ και η αμφίβολη Κ’), και ο Ανώνυμος Βυζαντινός (Η ερωτική ιστορία του Καλλίμαχου και της Χρυσορρόης). Οι ξενόγλωσσες μεταφράσεις κάθε λογής ξεπερνούν τις είκοσι. Οι Εκδόσεις – Ανθολογήσεις φτάνουν τις επτά, η Πεζογραφία περιορίζεται στον «Νυκτερινό τραγουδιστή», τα Δοκίμια αρκούνται στην «Παγκόσμια ιστορία της τρομοκρατίας», που μεταφράζεται και στα Αγγλικά. Με δυο λόγια: πρόκειται για ακαταπόνητο και πολύτροπο συγγραφέα.
Για ευνόητους λόγους θα επιμείνω την άλλη φορά στα πονήματα ενδογλωσσικής του μετάφρασης (Ιλιαδικά και Σοφόκλεια), με τα οποία προσωπικά διασταυρώνομαι μ’ ένα αίσθημα μεταφραστικής συμπάθειας, στην έννοια του συμπάσχω. Μου λείπει μόνο ο αισχύλειος «Προμηθεύς Δεσμώτης», που ακούστηκε πρόσφατα στην Επίδαυρο, αλλά παραμένει ανέκδοτος. Αυτά για σήμερα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ