Τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε μια δεύτερη ευκαιρία για να κυβερνήσει, είναι καιρός να ακολουθήσουμε ένα δρόμο που θα απομακρύνει τις δυσκολίες μας, θα λύσει τα προβλήματά μας.
Το όνομα του εκλιπόντος πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, που αναγνωρίζεται για τις προκλητικές πολιτικές του ιδέες και την κλίση του προς τις δραματικές ενέργειες, αναφέρεται συχνά με το εξής ερώτημα: «Τι θα έκανε σήμερα;». Ως σύζυγός του επί περισσότερα από 40 χρόνια, γνωρίζοντας καλά τον χαρακτήρα και τις αξίες του, πιστεύω ότι μπορώ να εικάσω τι θα έκανε υπό τις παρούσες συνθήκες.
Ο Ανδρέας είχε προβλέψει ότι η ένταξη στην ΕΕ ήταν παγίδα. Στη δεκαετία του ’70, ως ένας ανερχόμενος πολιτικός ηγέτης της μεταδικτατορικής περιόδου του Καραμανλή, ήταν κατά της ένταξης. Υποστήριζε ότι η Ελλάδα δεν ήταν ούτε προετοιμασμένη ούτε έτοιμη να ενταχθεί. Όταν ανέλαβε την κυβέρνηση το 1981 με συντριπτική πλειοψηφία, ήταν υπερβολικά αργά για να κάνει πίσω. Το κόστος της αποχώρησης ήταν υψηλότερο από το κόστος της παραμονής και του αγώνα εντός.
Το 1992, ο Ανδρέας δήλωσε το εξής στη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή για την επικύρωση της συνθήκης του Μάαστριχτ:
«Πορευόμαστε προς μια ευρωπαϊκή Γερμανία, ή προς μια Γερμανική Ευρώπη;
Ήδη προβλέπονται, έστω και αν δεν ομολογούνται, δύο ταχύτητες στην Ενωμένη Ευρώπη, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας το τεράστιο κοινωνικό κόστος και τις εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις, τις οποίες θα αντιμετωπίζουμε σε αυτήν την πορεία, τουλάχιστον για τις χώρες του Νότου.
Θα πρέπει ο έλληνας πολίτης να ξέρει τι να περιμένει στο τέλος της πορείας, αλλά και τι θα έχει καταβάλει για να φθάσει στο τέρμα αυτής της δύσκολης και άνισης πορείας.
Σοβεί πάντα η σύγκρουση βορρά και νότου και αυτό γιατί η ενιαία αγορά στην απουσία μιας άλλης πολιτικής σύγκλισης και συνοχής πολύ υψηλότερου επιπέδου, οξύνει τις αντιθέσεις, οξύνει τις ανισότητες».
Σχετικά με το διεθνές χρηματο-τραπεζικό σύστημα, ενδεχομένως να το είχε συνοψίσει ως εξής: οι τράπεζες κυβερνούν και η ισχύς βρίσκεται στο χρήμα σε όλα τα επίπεδα. Ακόμη και η λογική των οικονομολόγων και πολιτικών, που υποστηρίζουν ότι δεν μπορείς να αναμένεις από μια χώρα με τεράστιο χρέος να το αποπληρώσει μέσω ενός καθεστώτος λιτότητας, δεν επηρεάζει τις αποφάσεις των τραπεζών και άλλων θεσμών που δείχνουν τον δρόμο.
Οι θεσμοί αυτοί με τις ασφυξιογόνες μεθόδους τους είναι τυφλοί προς τη βούληση των λαών. Πρέπει να αντεπιτεθούμε ξανά και ξανά. Θα έλεγε ο Ανδρέας, όπως και ο Τζέριμι Κόρμπιν, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία: «Δεν χρειάζεται να υπάρχει ανισότητα. Δεν χρειάζεται να είμαστε άδικοι. Η φτώχεια δεν είναι αναπόφευκτη. Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν».
Τι θα έκανε λοιπόν ο Ανδρέας στις σημερινές περιστάσεις; Θα μας έλεγε ότι πρέπει να αποκτήσουμε μια σοβαρή, σταθερή και αξιόπιστη κυβέρνηση που να κατανοεί την κατάσταση και τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος. Θα αντιμετώπιζε τις αδυναμίες της οικονομίας _ τον υπερμεγέθη δημόσιο τομέα, τον πελατειακό προσανατολισμό της, τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Η κοινωνία μας θα παραδεχόταν τις ίδιες της τις αποτυχίες και θα ήταν έτοιμη και δυνατή να επεξεργαστεί μεταρρυθμίσεις. Με άλλα λόγια, πρέπει να δεχθούμε τις υποχρεώσεις μας. Ο γιος του, ο Γιώργος, είχε αντιληφθεί τις συνθήκες αυτές και κατάφερε, ως πρωθυπουργός από το 2009, να θεσπίσει περίπου 100 μεταρρυθμίσεις, μεγάλες και μικρές, προτού εκτροχιαστεί το 2011.
Δεν θα μπορούσαμε όμως να προχωρήσουμε προς τα εμπρός χωρίς να γίνουμε παραγωγικοί. Και αυτό είναι το κλειδί. Σε συζητήσεις που έκανα με τον Ανδρέα σε παλαιότερο χρονικό διάστημα, του άρεσε η ιδέα να δημιουργηθεί ένα Αναπτυξιακό Σχέδιο Εθνικής Ενότητας με ένα πρακτικό όραμα βασισμένο στον φυσικό μας πλούτο. Το προφανέστερο όραμα, έλεγε, θα ήταν να κάνουμε την Ελλάδα διεθνές ιατρικό κέντρο. Γνωρίζοντας ότι δεν διαθέτουμε σημαντικούς ορυκτούς πόρους, στράφηκε στους φυσικούς μας πόρους, στο κλίμα μας, στον ήλιο μας, στη θάλασσά μας _ στην Μητέρα Φύση, τρόπον τινά, για θετική εκμετάλλευση, για την δημιουργία θέσεων εργασίας και εισοδήματος για τη χώρα.
Τα ιαματικά λουτρά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για φυσικές δραστηριότητες, πιθανά χωριά για ευρωπαίους συνταξιούχους, μεσογειακή διατροφή, για να μην αναφερθούμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και στην ιατρική κληρονομιά του Ιπποκράτη _ το όραμα αυτό φαινόταν τόσο λογικό όσο και εφικτό.
Σήμερα, η συνεχιζόμενη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή και η μείωση της ποσότητας των διαθέσιμων καυσίμων καθιστά αναπόφευκτο τον ρόλο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ένα τέτοιο σχέδιο. Η θάλασσά μας προσφέρει έναν ευρύ ανανεώσιμο πόρο και δυνατότητες για καινοτομία και ανάπτυξη. Οι τεχνικές εκμετάλλευσης της θαλάσσιας ενέργειας εξελίσσονται συνεχώς και θα μπορούσαν κάποτε να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας μας σε ηλεκτρικό ρεύμα και να παράγουν επιπλέον ενέργεια για να πουλάμε σε άλλες χώρες, ιδίως στα Βαλκάνια.
Για να πετύχουμε όλους τους στόχους του Αναπτυξιακού Σχεδίου, απαιτείται πλήρης συμμετοχή των πολιτών. Η προσέγγιση του Ανδρέα θα μπορούσε να περιγραφεί με την ρήση των ριζοσπαστών πολιτικών του 19ου αιώνα _ «Αν δεν μπορώ να κινήσω της Ανώτερες Δυνάμεις, θα ξεσηκώσω τον Κάτω Κόσμο».
Τα μέλη της κοινότητας θα συνεργάζονταν για να εκτιμήσουν τις τοπικές δυνατότητες σε σχέση με το όραμα της υγείας. Μια ομάδα ειδικών θα βοηθούσε συντάσσοντας μελέτες βιωσιμότητας για κάθε πρόταση που είναι πιθανό να ευοδωθεί, δίνοντας σε κοινότητες ή σε άτομα την δυνατότητα να καταθέσουν αίτηση για μικρο-χρηματοδότηση. Οι πόροι θα προέρχονταν από τοπικές τράπεζες με χαμηλό επιτόκιο και μακρά περίοδο αποπληρωμής. Υπάρχουν και άλλες πηγές για αναπτυξιακούς πόρους στον κόσμο. Η κυβέρνηση θα στρεφόταν στις πηγές αυτές.
Η ιστορία έχει δείξει ότι οι Έλληνες έχουν δυναμικό πνεύμα που δεν τους επιτρέπει να το βάλουν κάτω. Ο Ανδρέας θα πήγαινε στον λαό προκειμένου να προχωρήσει αυτή η εκστρατεία. Θα έλεγε «Μη θρηνείτε, μην γκρινιάζετε, οργανωθείτε». Θα έκανε επίκληση στην εξυπνάδα, στη δημιουργικότητα, στην εφευρετικότητα και στο φιλότιμό τους. Και δεν θα εξαρτιόταν από το αν η Ελλάδα ήταν μέλος της ΕΕ ή όχι. Θα ήταν ένας ανένδοτος αγώνας όπως εκείνος του πατέρα του το 1961.
Δεν πρέπει λοιπόν να πάμε προς αυτή την κατεύθυνση _ η κυβέρνηση και ο λαός;