Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες, οι Ευρωπαίοι πίστευαν ότι ζούσαν σε ένα είδος ιερού ασύλου, μακριά από τις τρέχουσες συγκρούσεις στον κόσμο. Βεβαίως, τα νέα και οι εικόνες των πνιγμένων προσφύγων ήταν φοβερά. Αλλά η τραγωδία που λαμβάνει χώρα στις θάλασσες της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Μάλτας, φαινόταν πολύ μακρινή.
Ο εμφύλιος της Συρίας φαινόταν ακόμη πιο μακρινός. Ο Σύριος πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ χρησιμοποίησε χημικά αέρια και αργότερα βόμβες γεμάτες με καρφιά και μεταλλικά θραύσματα για να καταστείλλει την λαΐκή εξέγερση. Οσοι γλίτωσαν από τα πρωτοπαλίκαρα του Άσαντ βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον τρόμο του Ισλαμικού Κράτους. Εκατοντάδες χιλιάδες σκοτώθηκαν και εκατομμύρια Σύριοι διέφυγαν, με τους περισσότερους να ζουν για χρόνια σε στρατόπεδα στην Ιορδανία, το Λίβανο ή την Τουρκία, υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς προοπτική.
Έτσι, κάποια στιγμή εφέτος το καλοκαίρι, όταν έσβησε και η τελευταία αχτίδα ελπίδας για επιστροφή στη Συρία και καμία εναλλακτική λύση για τον Άσαντ και το Ισλαμικό Κράτος δεν φαινόταν ρεαλιστική, αυτοί οι άνθρωποι άρχισαν να μετακινούνται προς την Ευρώπη, η οποία φαινόταν να υπόσχεται ένα μέλλον με ειρήνη, ελευθερία και ασφάλεια. Οι πρόσφυγες ήρθαν μέσω της Τουρκίας, της Ελλάδας και των βαλκανικών κρατών, ή μέσω της Μεσογείου, μαζί με άλλους που έσπευδαν να σωθούν από παρόμοιο χάος στην Ερυθραία, τη Λιβύη, τη Σομαλία και το Σουδάν.
Τον Αύγουστο, χιλιάδες πρόσφυγες καθηλώθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό Κελέτι της Βουδαπέστης, όταν η ανίκανη κυβέρνηση της Ουγγαρίας εξοργίστηκε και σκόπιμα άφησε την κατάσταση να κλιμακωθεί. Τελικά, χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά – αλλά και ηλικιωμένοι και άτομα με ειδικές ανάγκες – ξεκίνησαν με τα πόδια για να φτάσουν στα σύνορα με την Αυστρία. Σε αυτό το σημείο η Ευρώπη, παρατηρώντας μια έξοδο βιβλικών διαστάσεων, δεν μπορούσε πλέον να αγνοήσει την πρόκληση και τις συνέπειες της κρίσης. Η Ευρώπη τώρα ήρθε αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα που φαινόταν τόσο μακρινή.
Χωρίς πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά εργαλεία
Η Ευρωπαΐκή Ενωση (ΕΕ) ήταν, χωρίς αυτό να συνιστά έκπληξη, απροετοίμαστη. Δεν διέθετε τα πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά εργαλεία που απαιτούνται για να αναχαιτίσει, πόσο μάλλον για να επιλύσει τις κρίσεις και τις συγκρούσεις στη γειτονιά της. Μόλις οι πρόσφυγες κατευθύνθηκαν προς την Ευρώπη, η κοινή πολιτική ασύλου της Ε.Ε. απέτυχε, επειδή η λεγόμενη Σσυμφωνία του Δουβλίνου δεν παρέσχε αποτελεσματικό μηχανισμό για την κατανομή των αιτούντων άσυλο σε όλα τα κράτη μέλη μετά την αρχική καταγραφή στα κράτη αρχικής εισόδου (ιδίως στην Ελλάδα και την Ιταλία). Η έκκληση του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη αγνοήθηκε.
Όταν χιλιάδες πρόσφυγες έφτασαν στη Βουδαπέστη στο δρόμο τους προς τη Γερμανία και τη Σκανδιναβία, η διάσταση της ανθρωπιστικής καταστροφής έγινε ολοφάνερη και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έπρεπε να επιλέξει: είτε να δεχτεί τους πρόσφυγες, είτε να ρισκάρει περαιτέρω κλιμάκωση της κρίσης στη Βουδαπέστη. Η Γερμανία δεν μπορούσε να αδρανήσει ούτε για 48 ώρες.
Η Μέρκελ πήρε τη γενναία και σωστή απόφαση να επιτρέψει στους πρόσφυγες να εισέλθουν στη Γερμανία. Γι ‘αυτό αξίζει ολόψυχο σεβασμό και πλήρη υποστήριξη, πολύ δε περισσότερο εν όψει της ψυχρής αντίδρασης πολλών μέσα στο δικό της κόμμα.
Η Μέρκελ, όμως δεν ήταν η μόνη που ενσωμάτωσε ανθρωπιστικές αξίες σε αυτή την αποφασιστική στιγμή. Ομάδες της κοινωνίας των πολιτών στη Γερμανία, την Αυστρία και αλλού κινητοποιήθηκαν σε πρωτοφανή βαθμό για να ανταποκριθούν – μαζί με τις δημόσιες Αρχές – στην τεράστια πρόκληση που θέτει η εισροή. Χωρίς την ενεργή βοήθεια του κοινού, οι Αρχές δεν θα τα είχαν καταφέρει. Με την υποστήριξη τέτοιων ad hoc συνασπισμών, η Ευρώπη οφείλει να κάνει ό,τι χρειάζεται για να εξασφαλιστεί η επιτυχής ένταξη των προσφύγων.
Η εισροή που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του «προσφυγικού καλοκαιριού» θα αλλάξει τη Γερμανία και την Ευρώπη. Η Ε.Ε. θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την πρόκληση – και να αδράξει την ευκαιρία – της ενσωμάτωσης των νεοεισερχόμενων μόνο αν κυριαρχήσει το πνεύμα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Σε περίπτωση που ενότητα θρυμματιστεί σε αυτή την κρίση, οι συνέπειες για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη – κυρίως για τους πρόσφυγες – θα είναι σοβαρές.
Να αποφευχθεί μία μελαγχολική realpolitik
Πρώτα απ’όλα, πρέπει να δημιουργηθεί ένα νέο αποτελεσματικό σύστημα για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης όσο το δυνατόν συντομότερα. Αυτό περιλαμβάνει μια κοινή διαδικασία για την αξιολόγηση των αιτήσεων χορήγησης ασύλου και ένα μηχανισμό για την δίκαιη κατανομή των προσφύγων μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Επιπλέον, εάν η Ε.Ε. θέλει να διατηρήσει τις βασικές αξίες της, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης των εσωτερικών συνόρων, θα πρέπει να επικεντρωθεί στη σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και των γειτόνων της Ανατολικής Ευρώπης με κονδύλια, δεσμεύσεις, την σκληρή και την ήπια ισχύ της. Η ενιαία προσέγγιση είναι ζωτικής σημασίας.
Αλλά η Ευρώπη θα πρέπει να αποφύγει το είδος της μελαγχολικής realpolitik που θα πρόδιδε τις βασικές αξίες της σε άλλα σημεία του πλανήτη. Θα ήταν σοβαρό λάθος, για παράδειγμα, να ξεπουλήσει τα συμφέροντα της Ουκρανίας και να άρει τις κυρώσεις που επιβάλλονται στη Ρωσία, λόγω της λανθασμένης αντίληψης ότι η βοήθεια του Κρεμλίνου είναι απαραίτητη στη Συρία. Η συνεργασία με τη Ρωσία, αν και χρήσιμη και σκόπιμη, δεν θα πρέπει να αποβεί εις βάρος τρίτων και των συμφερόντων της Δύσης. Η προσπάθεια για εξιλέωση σε σχέση με λάθη του παρελθόντος δεν είναι σκόπιμη όταν οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερα λάθη.
Σίγουρα υπάρχει ο κίνδυνος η προσφυγική κρίση να ενισχύσει τα εθνικιστικά και λαϊκιστικά κόμματα. Αλλά η επανεθνικοποίηση της πολιτικής εντός της Ε.Ε. κέρδισε έδαφος πολύ πριν από το καλοκαίρι του 2015 και δεν είναι αποτέλεσμα της προσφυγικής κρίσης. Στο επίκεντρό της βρίσκεται μια θεμελιώδης σύγκρουση για το μέλλον της Ευρώπης: να γυρίσει πίσω, σε μια ήπειρο εθνικών κρατών, ή να πάει μπροστά, σε μια κοινότητα κοινών αξιών; Οι πεπεισμένοι για το δεύτερο Ευρωπαίοι οφείλουν τώρα να συστρατευθούν με όλη τους τη δύναμη.

Ο κ. Γιόσκα Φίσερ είναι πρώην ηγετικό στέλεχος των Γερμανών Πράσινων, πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρώην αντικαγκελάριος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας