Απ’ όλες τις αποκρατικοποιήσεις, η πλέον σημαντική, αν και ανομολόγητη, είναι εκείνη που κυοφορείται στην εποχή της κρίσης και αφορά την ίδια την Ανάπτυξη. Για πρώτη φορά από την μεταπολίτευση, ο στρατηγικός, παρεμβατικός και επενδυτικός χαρακτήρας του Κράτους στην ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας φαίνεται να μετεξελίσσεται σε απλά διεκπεραιωτικό και ρυθμιστικό, υπό διεθνή επιτήρηση.
Η ριζική αυτή αλλαγή, που θα σηματοδοτήσει την εξέλιξη της χώρας στο εγγύς και απώτερο μέλλον, προέρχεται από τρείς σημαντικές εξελίξεις που εκτός των άλλων, θα προσδιορίσουν στο εξής το νέο παραγωγικό πρότυπο και θα αναδιατάξουν το ρόλο και τη σχέση του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Η πρώτη εξέλιξη αφορά την υπάρχουσα κατάσταση υπερδανεισμού των επιχειρήσεων. Ήδη, από το 2012, η ΕΚΤ έχει ζητήσει από την ΤτΕ, την αποτύπωση της κατάστασης των βασικών κλάδων της Ελληνικής Οικονομίας.
Μια ανάλυση των δανειακών υποχρεώσεων σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια, έδειχνε ότι ο δανεισμός υπερέβαινε κατά τουλάχιστον 4 δισ ευρώ τα ίδια κεφάλαια. Η εικόνα γίνεται ακόμη ποιο εύγλωττη: Σύμφωνα με μελέτη της ICAP, σε σύνολο 16.000 επιχειρήσεων, εκτιμάται ότι έχουν χαθεί πάνω από 70 δισ ευρώ την τελευταία πενταετία, ήτοι το 35% του τζίρου, ώστε να πλήττεται καίρια το αξιόχρεο τους ενώ αποκαλύπτεται και η ουσιαστική αδυναμία των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν, τουλάχιστον στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα στις τρέχουσες δανειακές τους υποχρεώσεις.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι, σήμερα πλέον, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον κλάδο των κατασκευών ανέρχονται σε 49%, στο Εμπόριο σε 54% ενώ στην Κλωστοϋφαντουργία ξεπερνούν το 70%.
Στο βαθμό που οι δανειακές υποχρεώσεις δεν καλυφθούν από τους σημερινούς μετόχους των επιχειρήσεων, τότε η Ελλάδα έχει ήδη δεσμευτεί να αναλάβει «αποφασιστική δράση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια». Μία μάλλον ασαφής διατύπωση στο 3ο Μνημόνιο, που όμως, μέσω της επερχόμενης αναδιάταξης του επιχειρηματικού χάρτη, αποτελεί την μήτρα της εκκόλαψης του νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Η «αποφασιστική δράση» προδιαγράφει την υποχρεωτική αναδιάρθρωση των δανείων για την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, ή οποία, είτε θα οδηγήσει σε εκκαθάριση των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων είτε θα «καθαρίσει» τους μετόχους από τα «κόκκινα δάνεια» και θα μετατρέψει τους κατόχους χρέους σε μετόχους.
Οι τράπεζες ή οι όποιοι τελικοί διαχειριστές των ´κόκκινων´ δανείων, δεδομένης της υπάρχουσας κατάστασης, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν ήδη τους εν δυνάμει μετόχους πλειοψηφίας για το σύνολο σχεδόν των κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Είναι θέμα κεντρικής επιτελικής απόφασης και επιλογής, αν και με ποιες προϋποθέσεις θα εισέλθουν πλειοψηφικά στα Διοικητικά Συμβούλια κρίσιμων επιχειρήσεων, ελέγχοντας το management, τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και τις αποφάσεις για αναδιάρθρωση παθητικού ή την εκκαθάριση, με απλές διαδικασίες Εμπορικού Δικαίου.
Η δεύτερη εξέλιξη αφορά τους μηχανισμούς χρηματοδότησης της οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με δεδομένο ότι πλέον το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων θα διαθέτει τους όποιους πόρους, από τα πενιχρά υπόλοιπα χρηματοδότησης του Προϋπολογισμού. Ο κύριος χρηματοδοτικός μηχανισμός είναι το γνωστό «Πακέτο Γιούνκερ» των 35,6 δις ευρώ για την περίοδο 2014-2020. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα φιλόδοξη σύλληψη, όπου οι πόροι, θα είναι προϊόν μόχλευσης ιδιωτικών κεφαλαίων, προσελκύοντας, μέσω εγγυήσεων, την τεράστια ρευστότητα που υπάρχει αυτή τη στιγμή στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Η χρηματοδότηση θα είναι σε μορφή επιδοτούμενων δανείων υψηλού ρίσκου που θα διατίθενται, μετά από επιλογή, σε επιλέξιμες ιδιωτικές επιχειρήσεις ή σε ΣΔΙΤ, από ένα νέο μηχανισμό (EFSI) που πρόσφατα δημιουργήθηκε εντός της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, με αξιολόγηση ΑΑΑ, ώστε να αντλεί ρευστότητα από τις χρηματαγορές.
Στην πρόσφατη επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα, ο αρμόδιος επίτροπος Γιούρκι Κατάϊνεν, δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερος ως προς τον τρόπο που η Ελλάδα θα μπορέσει να έχει πρόσβαση στο «Πακέτο Γιούνκερ», δηλώνοντας αφενός ότι ενθαρρύνονται όλες οι ιδιωτικές επιχειρήσεις να επικοινωνούν ανεξάρτητα, ιδιωτικά και ευθέως με την ΕΤΕπ εγκαθιδρύοντας απευθείας σχέσεις συνεργασίας και μάλιστα χωρίς την διαμεσολάβηση του δημόσιου τομέα και αφετέρου επενδύσεις που αφορούν την ενέργεια ή επενδύσεις κοινωνικού χαρακτήρα, είναι επιθυμητό να υποβάλλονται για χρηματοδότηση ως σύμπραξεις του Δημόσιου με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Η τρίτη σημαντική εξέλιξη είναι πρόσφατη, προέκυψε ως προαπαιτούμενο για το 3ο μνημόνιο και αφορά το υπερταμείο των 50 δισ ευρώ κρατικής περιουσίας που τίθεται στην άμεση εποπτεία των ευρωπαϊκών αρχών. Εκτός των άλλων, στο υπερταμείο φαίνεται να εντάσσονται όλες οι κρατικές επιχειρήσεις, το ΤΑΙΠΕΔ και όλη η περιουσία των τραπεζών με αποτέλεσμα να αποκόπτεται πλέον το Δημόσιο από τον ουσιαστικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και δημοσίων επιχειρήσεων.
Η βασική εναλλακτική θεώρηση, που κατέστη και πολιτικά πλειοψηφική, ότι η ανάπτυξη μπορεί να προέλθει μέσω της δημοσιονομικής επέκτασης και στρατηγικών παρεμβάσεων στην Οικονομία, μέσω των κρατικών επιχειρήσεων έχει πλέον ανατραπεί. Πριν δύο χρόνια είχε ανατραπεί η εναλλακτική προσέγγιση των «Ζαππείων» ενώ πλέον η εμφάνιση νέων πρωτογενών ελλειμάτων, ήδη από το 2015, σημαίνουν απλά ότι, μετά τόσες θυσίες, το Ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει ούτε καν το τρέχον πρόγραμμα λιτότητας.
Η αλήθεια είναι ότι η χώρα εγκλωβίστηκε μεταξύ της ακαμψίας των πιστωτών της και την αστοχία των διαδοχικών κυβερνητικών προγραμμάτων. Δεν συνέθεσε και δεν διαθέτει ακόμη και σήμερα ένα διεθνώς αποδεκτό και εφαρμόσιμο εθνικό σχέδιο ανάπτυξης ικανό να προσελκύσει χρηματοδότηση από τις αγορές. Κυρίως όμως δεν διαθέτει πλέον πραγματικό διαπραγματευτικό απόθεμα έναντι των πιστωτών της, ώστε να έχει ουσιαστικό λόγο στην στρατηγική και λήψη αποφάσεων για την αναδιάρθρωση και αναδρομολόγηση της Ελληνικής Οικονομίας.
Χωρίς εθνικό σχεδιασμό με κοινωνική αποδοχή και πολιτική συναίνεση, το μέλλον φαίνεται να δρομολογείται ερήμην μας και αυτό κάνει την Ελλάδα το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος στο οποίο, οι βασικές στρατηγικές επιλογές και οι πολιτικές για την οικονομική ανάπτυξη, είναι «αποκρατικοποιημένες»!
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι το νέο παραγωγικό πρότυπο της χώρας σχεδιάζεται ώστε να χρηματοδοτηθεί με ιδιωτικούς πόρους, με εποπτεία από τις Ευρωπαϊκές αρχές και με γνώμονα την ένταξη της χώρας στον καταμερισμό παραγωγής και ανάπτυξης της ΕΕ.
Εμείς είμαστε «απόντες» και αν θέλουμε να αποκτήσουμε ένα πραγματικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα πρέπει να συνεισφέρουμε στην διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής μεταρρυθμιστικής ατζέντας, με ένα εθνικό σχέδιο διεθνούς αποδοχής.


*Ο κ. Πέτρος Στεφάνου είναι Επιχειρησιακός Ερευνητής.