Αν θέλει κάποιος να ακούσει ένα ηχηρό «Οχι» στη σύγχρονη Ευρώπη, δεν έχει παρά να οργανώσει ένα δημοψήφισμα επί «ευρωπαϊκών θεμάτων». Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 που υπογράφτηκε η Συμφωνία του Μάαστριχτ ως σήμερα, περισσότερα από 20 δημοψηφίσματα τέτοιου χαρακτήρα διεξήχθησαν σε διαφορετικές χώρες (για τις Συμφωνίες του Μάαστριχτ, της Νίκαιας, της Λισαβόνας, την ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, την ένταξη στην Ενωση, τη συμμετοχή χωρών στην ευρωζώνη κ.τ.λ.). Με την εξαίρεση των δημοψηφισμάτων σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης το 2004, όπου υπερίσχυσε ευκρινώς το «Ναι» στην ένταξή τους στην ΕΕ, τουλάχιστον στο ένα τρίτο από τα υπόλοιπα δημοψηφίσματα υπερίσχυσε το «Οχι» ή έλαβε πολύ μεγάλο ποσοστό. Νωπή είναι ακόμη η ανάμνηση των δύο δημοψηφισμάτων που απέρριψαν τη Συνταγματική Συνθήκη το 2005.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αναμφίβολα θα κληθούν να διερευνήσουν την κριτική στάση ή την απόρριψη της ευρωπαϊκής ενοποίησης ή επί μέρους ευρωπαϊκών πολιτικών αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά συγκεκριμένων εκφράσεών της στα δημοψηφίσματα. Τα δημοψηφίσματα μάλιστα επί ευρωπαϊκών συνθηκών ή συμφωνιών συνιστούν ενδιαφέρον πεδίο μελέτης γιατί αποτελούν σε μεγάλο βαθμό καύσιμη ύλη των ευρω-σκεπτικισμών.
Τα φαινόμενα του ευρω-σκεπτικισμού, της ευρω-άρνησης ή και της ευρω-φοβίας δεν έχουν ενιαίο χαρακτήρα. Υπάρχουν πολλοί ευρω-σκεπτικισμοί, δεξιοί, αριστεροί, εθνικιστικοί, διεθνιστικοί, συντηρητικοί αλλά και υβριδικοί, υπό την έννοια ότι συνθέτουν αντιφατικά στοιχεία, προερχόμενα από διαφορετικές ιδεολογικές, πολιτικές ή πολιτισμικές κοιτίδες. Οι «υβριδικοί» ευρω-σκεπτικισμοί υπερβαίνουν το παραδοσιακό πολιτικό δίπολο «Αριστερά – Δεξιά» και κερδίζουν έδαφος σήμερα σε διαφορετικές χώρες. Ενα είναι βέβαιο: το σιωπηλό consensus της μεταπολεμικής περιόδου που διαμορφώθηκε λόγω του καταστροφικού για την Ευρώπη και τον κόσμο Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του διπολισμού στον οποίον κυριάρχησαν οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ενωση αλλά και της επιτυχούς σε μεγάλο βαθμό ανασυγκρότησης της Ευρώπης σε εποχές ευημερίας διερράγη.
Οι αιτίες είναι πολλές. Είναι επίσης διαφορετικές σε κάθε χώρα και κοινωνία. Κατ’ αρχάς, ο κριτικός λόγος γύρω από την ευρωπαϊκή πορεία είναι σύμφυτος με το εγχείρημα. Η διαδικασία της ενοποίησης δεν είναι ευθεία οδός ταχείας κυκλοφορίας αλλά δρόμος με πολλές στροφές, στάσεις, δύσβατα σημεία. Στη μακρά της πια ιστορία πάει χέρι-χέρι με διαφορετικές προσεγγίσεις, στρατηγικές και συμφέροντα. Εμπεριέχει αλλά και είναι προϊόν όχι μόνο συμφωνιών αλλά και διαφωνιών, αντιπαραθέσεων και διαπραγματεύσεων. Πέρασε και περνάει από διαφορετικά στάδια τα οποία κατά καιρούς παράγουν συγκρούσεις συμφερόντων, σχεδιασμών ή και αντιλήψεων. Σε αυτή την «εργασία σε εξέλιξη» ο αντιρρητικός λόγος –ακόμη και ο σκεπτικισμός –έχει ριζώσει, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις είχε θετική συμβολή. Τούτο ισχύει κυρίως επειδή ως πρόσφατα οι κριτικές προσεγγίσεις γύρω από την ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν «φιλοευρωπαϊκές», υπό την έννοια ότι αποτιμούσαν θετικά το εγχείρημα.
Επίσης δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση διαμόρφωσε και εξακολουθεί να διαμορφώνει συνθήκες, θεσμούς και πρακτικές που επαναπροσδιορίζουν τις κλίμακες εθνικού / ευρωπαϊκού / διεθνικού, ενώ διευκολύνουν την ανάδειξη αλλά και την «ορατότητα» συγκλίσεων και συνθέσεων αλλά και διαφορών και συγκρούσεων. Η αποκέντρωση των «ταυτοτήτων», η διαμόρφωση περιφερειακών συλλογικοτήτων και ομάδων συμφερόντων, η δραστηριοποίηση ομάδων πίεσης ή πολιτικών φορέων ειδικών ενδιαφερόντων αποτελούν εν μέρει δημιουργήματα της ίδιας της ευρωπαϊκής πορείας, των διαδικασιών ενοποίησης, των ευρωπαϊκών θεσμών και αρχών. Αυτή η διαδικασία είναι εντονότερη στα πρόσφατα χρόνια για τρεις κυρίως λόγους:
α) Διευρύνονται η ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, οι επικοινωνιακές δυνατότητες και πρακτικές.
β) Εχουν «εξευρωπαϊσθεί» αντιθέσεις ή και συγκρούσεις που παλαιότερα αφορούσαν αποκλειστικά δύο ή περισσότερες χώρες, ιδιαίτερα μέσα στην οικονομική κρίση.
γ) Η ευρωπαϊκή ενοποίηση «πολιτικοποιήθηκε» σε μεγάλο βαθμό και πέρασε από τις ελίτ προς την ευρύτερη κοινωνία, αναγόμενη σε κομβικό δημόσιο ζήτημα εθνικού χαρακτήρα.
Η «εθνικοποίηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης» δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Σε γενικές γραμμές, κάθε διαδικασία ένταξης στην ΕΕ σφραγίστηκε από μια ρητορική «εθνικού συμφέροντος». Στην παρούσα φάση όμως η τάση έχει συνήθως αντίστροφη ροπή καθώς αξιολογεί αρνητικά το ευρωπαϊκό εγχείρημα προκρίνοντας διαδικασίες απένταξης ή έστω α λα καρτ σχέσης. Σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες διεξάγεται έντονη δημόσια συζήτηση και πολιτική αντιπαράθεση για την ΕΕ με εθνικούς όρους και αυτή αποτελεί βασικό τροφοδότη των ευρω-σκεπτικισμών σήμερα. Περιστρέφεται γύρω από τη θέση και τα συμφέροντα χωρών, καθώς επίσης τη θέση και τα συμφέροντα διαφορετικών κοινωνικών υποκειμένων και ομάδων. Αυτή η ταλάντωση μεταξύ εθνικοκρατικού και κοινωνικού παράγοντα συμβάλλει ενδεχομένως στη διάχυση και στην επιρροή των ευρω-σκεπτικισμών αλλά παράγει ασαφή και θολά, αν όχι επικίνδυνα, πολιτικά αποτελέσματα. Πολιτικές παρεμβάσεις που εκκινούν από την επισήμανση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων μέσα στην Ενωση, της διαμόρφωσης ηγεμονικών μπλοκ με συγκεκριμένα συμφέροντα ή της ατελούς πολιτικής ενοποίησης συναιρούνται με επιχειρηματολογίες που εστιάζουν στην «υπονόμευση» της εθνικής κυριαρχίας και στη συνωμοσιολογία για «κλειστές λέσχες» που απεργάζονται την καταστροφή του «πλούτου των εθνών».
Το πρόβλημα δεν είναι ότι ορισμένες κατηγορίες ευρωπαίων πολιτών, αλλού μεγαλύτερες και αλλού μικρότερες σε αριθμό, αισθάνονται πιθανόν «φυλακισμένοι στην Ευρώπη» αλλά κυρίως το ότι δεν έχουν σαφή αντίληψη για το ποια είναι η φυλακή, ποιοι οι δεσμοφύλακες και ποια η έξοδος προς την ελευθερία. Μεγαλύτερο δε πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι συμβάλλουν συνειδητά ή ασυνείδητα στη διαιώνιση αυτής της ασάφειας. Η κριτική για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει υποκατασταθεί ή, ακόμη χειρότερα, έχει συναιρεθεί με εθνικιστικά επιχειρήματα εσωτερικής κατανάλωσης. Δεν είναι μόνο ο σκεπτικισμός αλλά πολλές φορές η δημαγωγία, η συνολική απόρριψη, ακόμη και το μίσος για την Ευρώπη που κυριαρχούν. Εντέχνως αποκρύπτεται το γεγονός ότι αυτό το μίσος έλκει την καταγωγή του από τις πιο σκοτεινές στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας, από περιόδους που εξέθρεψαν τη μισαλλοδοξία, τους πολέμους και τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Κανένα κριτικό, ριζοσπαστικό ή χειραφετητικό πολιτικό πρόγραμμα δεν περιλαμβάνεται σε αυτές τις παραδόσεις.

Εν αναμονή του δημοψηφίσματος στη Μεγάλη Βρετανία που έχει εξαγγελθεί για το καλοκαίρι του 2016, η συζήτηση ξανανοίγει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο: αποτελούν τα δημοψηφίσματα έκφραση της ανόθευτης λαϊκής βούλησης, «εργαλεία διαπραγμάτευσης» ή μέσα διαχείρισης εθνικοπολιτικών –ή και άλλων –ανταγωνισμών και παθών; Και γιατί όσα αφορούσαν συνθήκες ή συμφωνίες κατέληξαν συχνά σε υπερίσχυση ή σε σημαντική υποστήριξη του «Οχι»; Και πώς «επανεθνικοποιούν» τα ευρωπαϊκά ζητήματα διαμορφώνοντας διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό των εθνικών κοινωνιών; Και ωφελούνται πραγματικά οι ασθενέστεροι των ευρωπαϊκών κοινωνιών, οι πολιτικοί και οικονομικοί outsiders και οι «χαμένοι» της ενοποίησης από αυτές τις διαδικασίες;

Τα παραπάνω ερωτήματα θίγουν την επιφάνεια ενός πολύπλευρου ζητήματος που δεν αφορά μόνο τον χαρακτήρα των δημοψηφισμάτων αλλά το περιεχόμενο και τους τρόπους διαμόρφωσης των ευρωπαϊκών πολιτικών. Αποτυπώνουν όμως και την ανάγκη οριοθέτησης των πολιτικών επιχειρημάτων γύρω από την Ευρώπη αλλά και αποστασιοποίησης από τον τοξικό ευρω-σκεπτικισμό. Αυτή η διαπίστωση δεν αφορά τους εύκολα πια αναγνωρίσιμους «ευρω-σκεπτικιστές» της Ακροδεξιάς που νομίζουν ότι μπορούν αενάως να αποκρύπτουν τις ρατσιστικές και ξενόφοβες αντιλήψεις τους πίσω από οδυρμούς για την υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας και της εθνικής ταυτότητας από την «ευρω-παγκοσμιοποίηση».

Αφορά πολύ περισσότερο πολιτικούς φορείς και χώρους που είτε υιοθετούν παραλλαγές του λεγόμενου «ήπιου ευρω-σκεπτικισμού», χωρίς να ενοχλούνται από τον συμφυρμό ακραίων απόψεων, είτε προωθούν, εδραιώνουν ή σιωπηλά ανέχονται συμμαχίες τέτοιου χαρακτήρα. Ειδικά όσοι και όσες διατείνονται ότι στηρίζουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα και ότι επιθυμούν μια δημοκρατική και κοινωνικά δίκαιη Ευρώπη θα μπορούσαν ίσως να συμβάλουν στη δημιουργία της επανεξετάζοντας το ποιόν των συνομιλητών και συνοδοιπόρων τους και διαχωρίζοντας τη θέση τους. Ο σκεπτικισμός για τους ευρω-σκεπτικισμούς και για ορισμένους υποστηρικτές τους αποτελεί εν τέλει κριτικό διανοητικό και πολιτικό εγχείρημα.


*Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ