Η Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι κρίσιμων αποφάσεων σχετικά με την ενεργειακή της ασφάλεια, ωστόσο, τα διιστάμενα συμφέροντα των κρατών-μελών αποστερούν τη δυνατότητα ανάπτυξης ενιαίας και συνεκτικής πολιτικής. Παρόλα αυτά, εσχάτως εμφανίζεται μεγαλύτερη διάθεση εναρμόνισης, με στόχο αφενός τη μείωση των τιμών, αφετέρου την ανάπτυξη εναλλακτικών προμήθειας. Ως προς το πρώτο, η οικονομική κρίση συνδυαστικά με τη στροφή σε ΑΠΕ και πιο φθηνές αλλά «βρώμικες» μορφές ενέργειας (λιγνίτης) έχουν συντελέσει στη μειωμένη ζήτηση φυσικού αερίου, ενώ πολλαπλές ωφέλειες έχει η θεαματική πτώση του πετρελαίου.

Οι επιλογές τροφοδοσίας της Γηραιάς Ηπείρου, από την άλλη, επαναπροσδιορίζονται, λόγω της διαφαινόμενης απεμπλοκής του Ιράν από το καθεστώς κυρώσεων. Παράλληλα, αναδύονται περιπτώσεις χαμηλότερου, πάντως, διαμετρήματος (Αζερμπαϊτζάν, ανατολική Μεσόγειος) και μεγαλύτερου ρίσκου (Ιράκ), ενώ καλλιεργούνται προσδοκίες γύρω από το LNG (υγροποιημένο) και το σχιστολιθικό. Αναφορικά με το υγροποιημένο, πολλά θα εξαρτηθούν από την εκμετάλλευση νέων πεδίων σε σχέση με τη ζήτηση καθώς και τη διάρκεια διατήρησης της τιμής σε ελκυστικά επίπεδα. Για το σχιστολιθικό, δεν επιβεβαιώνονται προσώρας οι εκτιμήσεις για «κατακλυσμό» της ευρωπαϊκής αγοράς με τεράστιες ποσότητες σε ανταγωνιστικές τιμές, πέραν του ασύμφορου δημιουργίας νέων projects, όσο η τιμή πετρελαίου θα παραμένει κάτω από 60-65$.

Το Ιράν αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση, στην οποία μπορούμε μεν να ποντάρουμε, χωρίς, όμως, εγγύηση επιτυχίας, παρά τις αξιοσημείωτες δυνατότητές του. Ήδη η Τεχεράνη δραστηριοποιείται στην πιο προσοδοφόρα και διψασμένη αγορά της Ασίας, αν και γεωπολιτικά, η ευθυγράμμιση με την Ευρώπη την ελκύει σοβαρά, ως δυνάμει κατοχύρωση έναντι της Δύσης και άλλων περιφερειακών κινδύνων. Ωστόσο, ανακύπτουν ζητήματα προς διερεύνηση, αν όχι προβληματισμό, όπως α) η μετεξέλιξη της απρόβλεπτης και ορισμένες φορές ανεύθυνης Τουρκίας σε καταλυτικό για τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης κόμβο μεταφοράς, καθότι θα χρησιμοποιηθεί υποχρεωτικά η επικράτεια της για την διοχέτευση στη Γηραιά Ήπειρο, β) η πιθανή πρόθεση του Ιράν να συνάψει μακροχρόνια συμβόλαια κόντρα στις τάσεις της εποχής, όπου τα περισσότερα δεν υπερβαίνουν την πενταετία και γ) η προσιτότητα της τιμής συνδυαστικά με τις διατειθέμενες ποσότητες. Ο προσανατολισμός της Τεχεράνης προς μεγάλες αγορές και η συμπλήρωση των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών της εγχώριας, απομειώνουν το διαθέσιμο αέριο, στοιχείο που, σε συνάρτηση με αναμενόμενο κενό προσφοράς-ζήτησης στην Ευρώπη σε ορίζοντα δεκαετίας, σημαίνει πως δημιουργείται μεν μία σημαντικότατη εναλλακτική τροφοδοσίας, αλλά δεν επαρκεί εξίσου και για τη συμπλήρωση επιπρόσθετων απωλειών από τωρινές πηγές, πέραν της Βόρειας Θάλασσας.

Ως προς τον κύριο προμηθευτή μας, τη Ρωσία, είναι αυτονόητο πως οφείλουμε να αποκαταστήσουμε ένα στοιχειώδες κλίμα εμπιστοσύνης. Η έντονη πολιτικοποίηση της ενέργειας παράγει αχρείαστες αβεβαιότητες για δύο εταίρους, των οποίων η εκατέρωθεν χρησιμότητα είναι δεδομένη. Αρκεί να παρακολουθήσουμε τις διεργασίες σε επιχειρηματικό επίπεδο για να διαπιστώσουμε πως για το προβλεπτό μέλλον η Μόσχα, παρά τις αναταράξεις, θα διατηρήσει τη δεσπόζουσα θέση της. Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο, θα προκύψουν αμοιβαίοι συμβιβασμοί. Η Ρωσία θα μειώσει περαιτέρω τις εξαγωγές μέσω Ουκρανίας, αλλά, έχοντας επενδύσει τεράστια κεφάλαια στο εν λόγω δίκτυο, δύσκολα θα θελήσει να το αδρανοποιήσει. Η ΕΕ, από την άλλη, ναι μεν δεν θα αφήσει «έκθετο» το Κίεβο, εντούτοις, θα αποδεχθεί τη διάθεση ρωσικών ποσοτήτων από νέες οδεύσεις.

Σήμερα, σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η επέκταση του Nord Stream, με το κύριο πλεονέκτημα να συνίσταται στην άμεση τροφοδοσία της ώριμης και διασυνδεδεμένης αγοράς της Κεντρικής Ευρώπης. Πάντως, η νότια παράκαμψη της Ουκρανίας, που θα συμπεριλαμβάνει και τη χώρα μας, παραμένει –υποτονικότερα συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν- στο τραπέζι, παρά τις μεγαλύτερες πολυπλοκότητες, καθότι προσφέρει διαμετακομιστικό πλουραλισμό, με την κατεύθυνση στην Ιταλία να καθίσταται μονόδρομος.

Η ανάπτυξη μίας λειτουργικής σχέσης Βρυξελλών-Μόσχας προϋποθέτει ευελιξία, αλληλοπροσαρμογή στις νέες πραγματικότητες, συγκεκριμενοποίηση ενός κοινά αποδεκτού κανονιστικού πλαισίου, καθώς και υπέρβαση των πολιτικών σκοπιμοτήτων με έμφαση στις ουσιαστικές ανάγκες της αγοράς.

Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.