Ακόμα και η πλουσιοπάροχη αύξηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων ή η μαζική επιστροφή καταθέσεων στις τράπεζες δεν θα αρκούσαν για το ξεπέρασμα της ελληνικής κρίσης. Μια οικονομική και κοινωνική απογείωση δεν είναι δυνατή χωρίς την πραγματοποίηση πολλών και μεγάλων ξένων επενδύσεων.

Στη διεθνή αγορά υπάρχουν διαθέσιμα χιλιάδες δισεκατομμύρια Ευρώ που αναζητούν μακροπρόθεσμες κερδοφόρες τοποθετήσεις. Η Ελλάδα, μένοντας στην Ευρωζώνη μετά από πενταετή λιτότητα και διαθέτοντας σημαντικούς πόρους και πλεονεκτήματα, προσφέρει πολύ ενδιαφέρουσες επενδυτικές ευκαιρίες. Ωστόσο, οι ισχυροί διαχειριστές διεθνών κεφαλαίων παραμένουν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί. Θεωρούν ότι οι Έλληνες δεν έχουν ακόμα δείξει την πρόθεση να προχωρήσουν στις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για να επιτευχθεί ο εκσυγχρονισμός της χώρας. Η πρόσφατη εμπειρία, εξ άλλου, δεν διαμορφώνει θετικό κλίμα. Εκείνοι οι διαχειριστές κεφαλαίων που το 2014 πίστεψαν στην αλλαγή και ήρθαν για επενδύσεις στην Ελλάδα έχασαν σε μεγάλο ποσοστό τα λεφτά τους.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα μιας από τις παραμέτρους που παίζουν ρόλο στην προσέλκυση ή στην απώθηση επενδύσεων. Το ελληνικό φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον προσφέρει υψηλή ποιότητα ζωής και αποτελεί ελκυστικό πλαίσιο για την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας υψηλού επιπέδου, όχι μόνο στον τουρισμό αλλά και σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, μεταποίησης ή υπηρεσιών. Οι σοβαροί επενδυτές δεν υποβαθμίζουν το περιβάλλον, αντίθετα ενδιαφέρονται ζωηρά για την ποιότητά του και είναι αποφασισμένοι να διαθέσουν προχωρημένη τεχνολογία για την προστασία του. Ωστόσο, η αδιαλλαξία κάποιων περιβαλλοντικών οργανώσεων ή τοπικών κινήσεων ή κρατικών υπηρεσιών που προβάλλουν αβάσιμα «οικολογικά» προσχήματα ή επιμένουν σε γραφειοκρατικές υπερβολές έχει επανειλημμένως διώξει αξιόλογους επενδυτές.

Η πρόοδος μιας χώρας εξαρτάται κυρίως από το τί έχουν στο κεφάλι τους οι πολίτες της. Η πλάνη της ανάδελφης κλειστής κοινωνίας, ο κρατισμός, ο κομματισμός δεν ευνοούν την ανάπτυξη. Όσο και αν ανανεωθεί η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας με επαναλαμβανόμενη προσφυγή στις κάλπες, δεν πρόκειται να φύγει η κρίση. Καμία προοπτική πραγματικών μεταρρυθμίσεων δεν προκύπτει από τις ασαφείς και γενικόλογες προεκλογικές συζητήσεις που στερούνται συγκεκριμένων προτάσεων. Πώς θα γίνει η χώρα ελκυστική στους επενδυτές; Πώς θα παγιωθεί η κανονικότητα και η εμπιστοσύνη; Πώς θα λύνονται οι δικαστικές διαμάχες σε λίγους μήνες και όχι σε πολλά χρόνια; Πώς θα παράγονται από τα σχολεία άξιοι επιχειρηματίες, στελέχη και τεχνίτες; Πώς θα γυρίσουν πίσω οι ικανοί νέοι που φεύγουν; Πώς θα πάψει να επιβραβεύεται με ατιμωρησία η κάθε μικρή ή μεγάλη παραβίαση των κανόνων;

Η κοινωνία μας υποτιμά την αξιοκρατία. Είναι ακόμα δημοφιλής η άποψη ότι ένας αμόρφωτος εργάτης μπορεί να ηγηθεί της οικονομίας, υπό κατάλληλες πολιτικές συνθήκες. Χωρίς αρίστους όμως, τίποτα απ’ όσα χρειάζονται δεν μπορεί να γίνει. Ο δραστικός εκσυγχρονισμός είναι αδύνατος αν δεν καταληφθούν από τους ικανούς οι καίριες θέσεις. Προς το παρόν, οι διεθνείς επενδυτές δεν έχουν διακρίνει εκείνο το πολιτικό και στελεχικό δυναμικό που θα έφερνε εις πέρας ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό έργο, και μάλιστα σε αρνητικό κοινωνικό περιβάλλον. Η ανάληψη των πιο υπεύθυνων θέσεων της κυβέρνησης και της διοίκησης από ανθρώπους πολύ υψηλού επιπέδου είναι απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση. Ιδιαίτερα στον τομέα των Οικονομικών και με δεδομένη την κατάσταση της χώρας, χρειάζονται πρόσωπα που να συνδυάζουν εξαιρετικές τεχνοκρατικές και πολιτικές δυνατότητες, ευρείες γνώσεις οικονομικής επιστήμης και εξοικείωση με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη των διεθνών κύκλων και των αγορών, να έχουν προσωπικές επαφές και θετική χημεία με τους κύριους οικονομικούς παράγοντες και τους ομόλογους υπουργούς των ευρωπαϊκών εταίρων. Χρειάζεται ουσιαστική εμπειρία εφαρμογής πολιτικών που, έστω και αν είναι σε πρώτη φάση δυσάρεστες, μπορούν να παραγάγουν ορατές προοπτικές ισχυρής αύξησης της απασχόλησης, βελτίωσης της ποιότητας ζωής και της αγοραστικής δύναμης του μέσου πολίτη. Γενικά, σε όλες τις σημαντικές κυβερνητικές θέσεις απαιτούνται πολιτικοί με ειδίκευση στο αντικείμενο που καλούνται να διαχειρισθούν και να προσαρμόσουν στις ιδιαίτερες ευρωπαϊκές προδιαγραφές και πολιτικές. Έτσι, στο Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης για παράδειγμα, χρειάζονται πρόσωπα με σαφή άποψη για την αξία και τις αναπτυξιακές δυνατότητες του ελληνικού περιβάλλοντος, για την αποδοτική ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση, για τη βιώσιμη ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, για την εφαρμογή μιας φιλόδοξης βιομηχανικής πολιτικής. Ατυχώς όμως, η ικανότητα και η επάρκεια ενός υπουργού ελάχιστα φαίνεται να επηρεάζουν το αν θα τον επιλέξει το κόμμα του ή οι ψηφοφόροι.

Επιπλέον, ο εκσυγχρονισμός της κρατικής διοίκησης, της νομοθεσίας, της δικαιοσύνης, της εκπαίδευσης, της άμυνας, της τοπικής αυτοδιοίκησης, της φορολογίας κ.λπ. χρειάζεται πολιτικούς που κινούνται στο πλαίσιο των σύγχρονων σοσιαλδημοκρατικών ή φιλελεύθερων τάσεων, με διαφορές κυρίως ως προς τον βαθμό αναδιανεμητικών παρεμβάσεων. Στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η σύνθεση και η εναλλαγή μετριοπαθών προσεγγίσεων διαμορφώνει μια ζώνη κεντρομόλου πολιτικής, η οποία επιτρέπει ομαλή εναλλαγή των κυβερνήσεων, με συνέχεια του κράτους. Έξω από αυτή τη ζώνη κινούνται δυνάμεις έντονα εθνικιστικές και ευρωσκεπτικιστικές, έντονα ριζοσπαστικές και νεο-κομμουνιστικές, ρατσιστικές, ακροδεξιές ή ολοκληρωτικές, σχηματίζοντας ανομοιογενείς και ασύνδετους σωρούς από ακραίες προσεγγίσεις που δεν ανέχονται τους συμβιβασμούς και τις συνδιαλλακτικές διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διεργασίας. Όταν, περιστασιακά, τέτοιες δυνάμεις συμπράττουν σε κυβερνητικά σχήματα, οι κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές αναγκαστικά μένουν πίσω. Είναι ωστόσο απογοητευτικό ότι το εκλογικό σώμα της χώρας καθόλου δεν φαίνεται να ενθουσιάζεται από υποψηφίους πολιτικά και ιδεολογικά.