Ο κ. Τσίπρας εμφανίζει ως τη μεγαλύτερη επιτυχία της κυβέρνησής του ότι μπήκε επισήμως στο τραπέζι το ζήτημα του χρέους. Πρόκειται για ένα από τα συνήθη ψεύδη. Πράγματι όλοι πλέον συζητούν για την ανάγκη μείωσης του ελληνικού χρέους. Πρόκειται όμως για επίτευγμα ή για ανάγκη που έγινε αδήριτη ακριβώς εξαιτίας των καταστροφικών επιλογών της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ;
Το ελληνικό χρέος προς τον «επίσημο τομέα» ανερχόταν πριν από το τρίτο Μνημόνιο στα 225 δισ. ευρώ (53 δισ. από διμερή δάνεια από άλλες χώρες, 142 δισ. από τον EFSF, 30 δισ. από το ΔΝΤ). Το μέσο επιτόκιο από τις άλλες χώρες και τον EFSF είναι 1,65% ενώ για τα δάνεια του ΔΝΤ το επιτόκιο είναι 3,7%. Η εξυπηρέτηση του χρέους επρόκειτο να απορροφήσει το 3,7% του ΑΕΠ από το 2015-20 και το 4,3% από το 2021-24. Συγκριτικά από το 2015-20 η Ιταλία θα δαπανήσει για την πληρωμή τόκων το 3,4% του ΑΕΠ και η Πορτογαλία το 4,3%. Αρα λοιπόν το χρέος ήταν βιώσιμο, όπως ισχυρίζονταν ΝΔ – ΠαΣοΚ; Οχι. Oι χαμηλότεροι των προβλεπόμενων ρυθμοί ανάπτυξης και οι υπερβολικοί στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων θα επιβάρυναν την εξυπηρέτησή του ώστε μετά το 2030 θα χρειαζόταν να δαπανηθεί ετησίως πάνω από το 25% του ΑΕΠ (τόκοι και αποπληρωμή κεφαλαίου), ποσοστό ανέφικτο όταν έχει υπολογιστεί ότι η εξυπηρέτηση χρέους δεν είναι δυνατή όταν ξεπερνά το 15%-20% του ΑΕΠ. Με βάση αυτές τις αναλύσεις, το ΔΝΤ επιμένει από το 2014 για την ανάγκη περαιτέρω αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Στην τελευταία Ανάλυση Βιωσιμότητας του Ελληνικού Xρέους (Debt SustainabilityAnalysis) της 14ης Ιουλίου τονίζεται ότι «η μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους οφείλεται στη χαλάρωση πολιτικών στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου και στη χειροτέρευση των μακροοοικονομικών δεδομένων λόγω του κλεισίματος των τραπεζών. Το χρέος αναμένεται να προσεγγίσει το 200% του ΑΕΠ τα επόμενα δύο χρόνια». Το 2022 θα κινείται στο 142% και όχι στο 105%, όπως υπολογιζόταν.
Είναι σαφές λοιπόν ακόμη και σε εκείνους που προέβαλλαν αντιρρήσεις ότι μετά την αλλαγή προς το χειρότερο των δεδομένων και το τρίτο Μνημόνιο που ανέβασε το χρέος κατά περίπου 40 δισ. (τα υπόλοιπα από τα 86 δισ. καλύπτουν τόκους και χρεολύσια), η αναδιάρθρωση πλέον είναι αναπόφευκτη. Και αυτό είναι αποτυχία και όχι επιτυχία. Επιτυχία θα ήταν για την κυβέρνηση να μπορούσε να πετύχει αναδιάρθρωση του χρέους των 225 δισ. ώστε να εξοικονομηθούν χρήματα που θα βοηθήσουν την ανάπτυξη.
Η συζήτηση που έχει ήδη ξεκινήσει δεν αφορά τη διαγραφή χρέους. Ειναι εξαιρετικά δύσκολο επίσης να επιτευχθεί περαιτέρω μείωση επιτοκίων από τη στιγμή που τα επιτόκια του EFSF είναι ήδη χαμηλά και το ΔΝΤ με βάση το Καταστατικό του δεν αποδέχεται μείωση επιτοκίων. Αυτό που μένει λοιπόν είναι η περαιτέρω επέκταση του χρόνου αποπληρωμής και μεγαλύτερη περίοδος χάριτος. Και αυτό θα γίνει. Επίσης έχει κατατεθεί πρόταση να συμφωνηθεί μείωση των επιτοκίων που αφορούν δάνεια της ευρωζώνης τα επόμενα τρία χρόνια κατα το 1/4. Ετσι θα εξοικονομηθεί περίπου 1 δισ. ευρώ τον χρόνο το οποίο θα μπορεί να διατεθεί για την πρόσληψη σε ειδικά προγράμματα (δημόσια έργα, κοινωνικό κράτος κ.τ.λ.) 135.000 ανέργων με τον βασικό μισθό.
Η συζήτηση για το χρέος θα γίνει όποιος κι αν είναι στην κυβέρνηση. Το ερώτημα είναι αν η σύνθεση της κυβέρνησης θα είναι τέτοια που θα οδηγήσει σε μια σοβαρή διαπραγμάτευση ή αν θα ξαναζήσουμε αυτά που είδαμε το προηγούμενο εξάμηνο. Η Ελλάδα πρέπει να προσέλθει στη συζήτηση με αξιοπιστία και σχέδιο. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να βρίσκονται στην κυβέρνηση δυνάμεις που κινούνται με πρόγραμμα και ρεαλισμό. Το Ποτάμι έχει δείξει ότι διαθέτει και τα δύο. Δυστυχώς από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ακούμε τα γνωστά ψέματα και βλέπουμε να επαναλαμβάνονται τα συνήθη κάλπικα προεκλογικά συνθήματα.
Ο κ. Δημήτρης Τσιόδρας είναι εκπρόσωπος Τύπου του Ποταμιού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ