Πριν από λίγες εβδομάδες, ένας εκ των συγγραφέων αυτού του άρθρου έγινε μάρτυρας της άφιξης μιας ομάδας προσφύγων σε σιδηροδρομικό σταθμό στη νότια Γερμανία. Η καθημερινή οχλοβοή του σταθμού διεκόπη από την αποβίβαση μιας ομάδας που δεν φαινόταν να ανήκει σε κάποια από τις συνηθισμένες κατηγορίες ταξιδιωτών.

Η αμηχανία των υπαλλήλων του σταθμού, των υπόλοιπων ταξιδιωτών αλλά και των ίδιων των προσφύγων κράτησε ελάχιστα. Ένας υπάλληλος της υπηρεσίας κοινωνικής μέριμνας εμφανίστηκε χαμογελαστός, με φωσφοριζέ γιλέκο και ευδιάκριτη ταυτότητα στο στήθος του. Η συνεννόηση δεν ήταν εύκολη: κοινή γλώσσα δεν υπήρχε. Επικράτησε όμως η παγκόσμια γλώσσα των νοημάτων και του χαμόγελου και οι πρόσφυγες τον ακολούθησαν πρόθυμοι προς την έξοδο του σταθμού. Αβέβαιοι για το που πήγαιναν αλλά σίγουροι ότι θα ήταν καλύτερα από ό,τι άφηναν πίσω.

Για όποιον είναι γνώστης των χαοτικών σκηνών που εξελίσσονται καθημερινά στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου η σύγκριση ήταν απλά καταθλιπτική. Ωστόσο, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ανθρωπιστική κρίση στο Αιγαίο δεν είναι απλά μια ελληνική τραγωδία αλλά παράγωγο ενός ευρωπαϊκού μεταναστευτικού συστήματος που αποτυγχάνει, όπως πολύ σωστά ανέφερε ο Διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.

Φυσικά, η Γερμανία μπορεί να είναι μια πλούσια και οργανωμένη χώρα σε σχέση με μία φτωχότερη και λιγότερο οργανωμένη όπως η Ελλάδα – εξ ου και αναμένεται ότι 800.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά θα υποβάλουν αίτηση προκειμένου να τους χορηγηθεί άσυλο στη Γερμανία εντός του 2015, από 203.000 την περασμένη χρονιά. Ωστόσο, η σύγκριση αναδεικνύει και την έλλειψη εναρμονισμού ανάμεσα στις εθνικές πολιτικές ασύλου των κρατών μελών της ΕΕ.

Σε αυτό το κοινό λοιπόν πρόβλημα που έχει εξελιχθεί σε πανευρωπαϊκή κρίση η Ευρώπη έχει μέχρι στιγμής επαναπαυθεί στις δομές που κάθε κράτος διαθέτει. Και στην περίπτωση της χώρας μας, σε κρατικές δομές μιας πολιτείας που δοκιμάζεται επί μία πενταετία από βαθιά ύφεση. Δίχως λοιπόν κοινή πολιτική ανάσχεσης του εν λόγω προβλήματος η Γερμανία θα αντιμετωπίζει με τους δικούς της ρυθμούς αλλά παράλληλα και με τις δικές “πολυτελείς” δομές την είσοδο και παραμονή προσφύγων εντός των συνόρων της και στην φτωχή μας χώρα θα αντικρίζουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις με πρόχειρους καταυλισμούς που στερούνται των απαραίτητων υγειονομικών προδιαγραφών.

Σήμερα, το κάθε κράτος μέλος διατηρεί διαφορετικά κριτήρια επιλεξιμότητας για τον ορισμό του πρόσφυγα, διαφορετικές διαδικασίες διεκπεραίωσης των αιτημάτων και διαφορετικά προνόμιά για όσους εξασφαλίσουν το πολυπόθητο καθεστώς του πρόσφυγα.

Αυτή η πρακτική δημιουργεί ένα ευρωπαϊκό καθεστώς ασύλου πολλαπλών ταχυτήτων. Η φθηνή αγορά της εισόδου στην Ελλάδα εξασφαλίζει την ακριβή πώλησή της εισόδου στη Γερμανία. Η διαφορά είναι το κέρδος με την ανάληψη του ανάλογου ρίσκου. Αυτό το καθεστώς μπορεί να λειτουργήσει οριακά υπό φυσιολογικές συνθήκες έστω και παράτυπα. Σε συνθήκες μαζικής μετακίνησης πληθυσμών όμως αποτελεί την απόλυτη συνταγή για την καταστροφή.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι εθνικές πολιτικές ασύλου δημιουργήθηκαν σε μια άλλη εποχή οπού η βασική ανάγκη ήταν η εξασφάλιση της προστασίας προσφύγων που δραπέτευαν από το σιδηρούν παραπέτασμα. Σήμερα, το μόνο που εξασφαλίζουν είναι πόνο και ταπείνωση για τους πρόσφυγες και ντροπή για όλους εμάς.

Η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο κοινό και καθολικό σύστημα ασύλου το οποίο θα ανταποκρίνεται στις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Η εποχή των εθνικών πολιτικών στο συγκεκριμένο τομέα έχει ξεπερασθεί από την πραγματικότητά. Το νέο σύστημα ασύλου πρέπει να εγγυάται άσυλο σε όλους όσους το επιθυμούν και ανταποκρίνονται στα κοινά κριτήριά αποδοχής, ανεξάρτητα από την περιοχή προέλευσης του αιτούντος. Παράλληλα πρέπει να εξασφαλίζει τη σωματική ακεραιότητα και προστασία του πρόσφυγα κατά τη διάρκεια της μετάβασης του προς την Ευρώπη. Είναι απαράδεκτο να έχουμε εκατόμβες στα σύνορα της Ευρώπης. Περιστατικά όπως αυτό που έχασε τη ζωή του ο τρίχρονος Άιλάν προσβάλουν τις αρχές πάνω στις οποίες στήθηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Ταυτόχρονα όμως το νέο σύστημα ασύλου πρέπει να εξασφαλίζει ότι τα σύνορα δεν θα είναι ανοιχτά σε όλους. Καμία χώρα στον κόσμο δεν επιτρέπει ελεύθερη πρόσβαση στην επικράτειά της και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι θετικές σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Άρα, το νέο σύστημα ασύλου πρέπει να διασφαλίζει και τη μη παραμονή όσων οι αιτήσεις απορρίπτονται.

Μια αξιόπιστη και βιώσιμη λύση θα έπρεπε να περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:

Α) Ενεργοποίηση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2001/55. Η συγκεκριμένη οδηγία δεν έχει ενεργοποιηθεί ποτέ παρά το γεγονός ότι δύναται να προσθέσει σημαντικό βαθμό ευελιξίας στη διαχείριση έκτακτων ροών εκτοπισμένων προσφύγων. Ειδικότερα, προβλέπει τη μετακίνηση και τον διαμοιρασμό προσφύγων μεταξύ των κρατών μελών, έκτακτη οικονομική ενίσχυση καθώς και άλλα μέτρα. Η ενεργοποίησή της βέβαια δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη λύση. Είναι απλά ένα εργαλείο διαχείρισης κρίσεων σαν και αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα.

Β) Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασύλου. Εφόσον το πρόβλημα είναι κοινό και σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτείται από το διαφορετικό βηματισμό μεταξύ των κρατών μελών το άσυλο πρέπει να περάσει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής. Σε κάθε περίπτωση η Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασύλου δεν μπορεί να αξιοποιηθεί βραχυπρόθεσμα μια και θα περάσουν χρόνια μέχρι να υλοποιηθεί ενώ απαιτείται και αλλαγή των Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Εξασφαλίζει όμως ότι μελλοντικά θα έχουμε στη διάθεσή μας αξιόπιστα εργαλεία για την αντιμετώπιση του ζητήματος με βάση τις ευρωπαϊκές αρχές δικαίου.

Αρκούν αυτά για να υπερβούμε τη σημερινή κρίση; Δυστυχώς όχι.

Ακόμα και εάν είχαν εφαρμοστεί οι παραπάνω πολιτικές ο τρίχρονος Άιλάν πάλι θα έχανε τη ζωή του στις ακτές της Αλικαρνασσού.

Αυτό μας οδηγεί στη τελική μας πρόταση.

Γ) Ενιαίο και αποκλειστικό σύστημα διεκπεραίωσης αιτημάτων ασύλου εκτός της ΕΕ. Οι αιτήσεις για άσυλο πρέπει να κατατίθενται και να εξετάζονται αποκλειστικά εκτός ΕΕ. Με το σημερινό σύστημα το μονό που πετυχαίνουμε είναι να βάζουμε σε κίνδυνο τη ζωή των προσφύγων. Η αποκλειστική εξέταση των αιτήσεων εκτός ΕΕ θα έχει και το επιπρόσθετο πλεονέκτημα της δραματικής μείωσης του αριθμού των παράτυπων μεταναστών. Η ΕΕ διαθέτει ένα δίκτυο πρεσβειών σχεδόν σε όλα τα σημεία ενδιαφέροντος το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατάθεση των αιτήσεων. Επικουρικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το δίκτυο πρεσβειών των κρατών μελών. Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι η ΕΕ ήδη διαθέτει τη σχετική τεχνογνωσία. Ένα παρόμοιας φιλοσοφίας σύστημα υποστηριζόμενο από κοινή τεχνολογική υποδομή χρησιμοποιείται άλλωστε για την έκδοση της βίζας τύπου Σένγκεν.

Οι επιλογές υπάρχουν λοιπόν. Αυτό που λείπει είναι οι πολιτικές αποφάσεις και η υλοποίησή τους. Η Ευρώπη πρέπει να καλύψει τεράστια απόσταση σε χρόνο μηδέν ώστε οι εξελίξεις να μην αποβούν μοιραίες.

* Ο Δρ. Βασίλειος Αλεβιζάκος είναι Πολιτικός Επιστήμονας, Επικεφαλής Επιστημονικής Διεύθυνσης ΕΟΝΕΠΕ

* Η κυρία Βασιλική Τσάμη είναι Managing Partner Milestone, public affairs & strategic communications – Αντιπρόεδρος ΕΟΝΕΠΕ

* Ο κ. Συμεών Σιδηρόπουλος είναι Πολιτικός Επιστήμονας BA, MSc, Πρόεδρος ΕΟΝΕΠΕ