Σε μια σοκολατερί, στο Ονφλέρ της Νορμανδίας, από εκείνες που η βιτρίνα τους παραπέμπει σε κοσμηματοπωλείο. Τα μικροσκοπικά σοκολατάκια, τακτικά τοποθετημένα σε βελούδινες θηκούλες, άστραφταν όπως τα ακριβά δαχτυλίδια μέσα στα κουτάκια τους. Η κυρία που τα συσκεύαζε σε φακελάκια, με ζωγραφισμένες πασχαλίτσες, μας χαμογέλασε. Δεν θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε χωρίς να δοκιμάσουμε, αν και οι τιμές παρέπεμπαν επίσης σε τιμές κοσμηματοπωλείου. Από 4 έως 8 ευρώ το ένα σοκολατάκι. Οικονομική κρίση δεν είχαμε (πού να φανταζόμασταν τι θα μας έβρισκε πεντέξι χρόνια μετά!), αποφασίσαμε να αγοράσουμε μερικά. Η κυρία, πάντα χαμογελαστή, άρχισε να μας εξηγεί τα είδη σοκολάτας που χρησιμοποιούσαν και τις διάφορες τεχνικές. Στο τέλος ρώτησε για τις γεύσεις που προτιμάμε, ώστε να κάνει τις προτάσεις της. Τα έπιασε με την ειδική λαβίδα και τα συσκεύασε καθένα στο κουτάκι του. Λίγο αργότερα, ενώ προσπαθούσαμε να κόψουμε κάθε σοκολατάκι στα τέσσερα για να δοκιμάσουμε όλοι, σχολιάζαμε τη συμπεριφορά της: ευγενική αλλά υπερβολική. «Σοκολάτες πουλάς, όχι διαμάντια!» την ειρωνευτήκαμε με το «ελληνικό» φλέγμα που όλα τα κριτικάρει και τα ισοπεδώνει. Σήμερα, θαυμάζω τον επαγγελματισμό της.
Τον επαγγελματισμό που έλειπε από τη συνάδελφό της σε αθηναϊκό σοκολατοπωλείο. Η οποία βαριόταν να εξηγήσει τι περιείχαν τα σοκολατάκια της, βαριόταν να φέρει από την αποθήκη ένα μεγάλο κουτί και πρότεινε να μοιράσει την παραγγελία μου σε δύο μικρότερα. Βαριόταν να με εξυπηρετήσει. Επειδή είχε ξυπνήσει στραβά, είχε μόλις μάθει τα κακά νέα για τον ΕΝΦΙΑ, είχε πιάσει τον άντρα της με τη γειτόνισσα… Ο πραγματικός λόγος της αδιαφορίας της ήταν, νομίζω, άλλος και αφορά πολλούς εν Ελλάδι εργαζομένους. Θες οι συνθήκες, θες η νοοτροπία, θες το ξερό μας το κεφάλι, λίγοι κάνουμε ένα επάγγελμα που το επιλέξαμε και το αγαπάμε. Από τους πωλητές έως τους δασκάλους, από τους σερβιτόρους έως τους δικηγόρους. Γι’ αυτό σχεδόν όλοι καλοβλέπαμε την προοπτική πρόωρης σύνταξης, ακόμη και από τα σαράντα μας χρόνια, σε μία από τις πιο παραγωγικές περιόδους της ζωής μας.
Δεν είμαστε περισσότερο τεμπέληδες από άλλους λαούς, απλώς εκείνοι εκπαιδεύτηκαν αλλιώς. Εμαθαν ότι, πράγματι, καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στην πράξη. Θεωρούν τη δουλειά τους σημαντική και την υποστηρίζουν, γνωρίζοντας πως ακόμη κι αν δεν κάνεις το επάγγελμα των ονείρων σου, όταν το κάνεις σωστά, ικανοποιείσαι, βγαίνεις κερδισμένος. Εμείς άλλο θέλουμε να σπουδάσουμε και άλλο σπουδάζουμε, άλλο ονειρευόμαστε και αλλού βρισκόμαστε, άλλα ταλέντα διαθέτουμε και για άλλα μας προσλαμβάνουν.
Θύματα μιας νοοτροπίας που (έως σήμερα τουλάχιστον) μας ήθελε ή να βολευτούμε στο Δημόσιο ή να τα αρπάξουμε από το κράτος με κάθε τρόπο. Που μας έμαθε ότι η δουλειά είναι αγγαρεία. Δεν ευθύνεται μόνο η μητέρα πατρίδα που με τις πολιτικές της σκότωνε και σκοτώνει την επιχειρηματικότητα, αργήσαμε κι εμείς (βολεμένοι και αστοιχείωτοι) να καταλάβουμε ότι χρειάζονται και κόπος και τρόπος. Ο τρόπος τής dame des chocolats. Που, ευτυχώς, έχω αρχίσει να τον βλέπω γύρω μου. Κάτι αλλάζει. Το επιβεβαιώνουν τα ευγενέστατα νέα παιδιά που δουλεύουν σε εστιατόρια, εμπορικά καταστήματα, τηλεφωνικές γραμμές εξυπηρέτησης. Μόνο που πλέον, στη δική τους περίπτωση, το πρόβλημα φαίνεται πως μετατοπίζεται αλλού: η δουλειά, για να γίνεται με ικανοποίηση και μεράκι, θα πρέπει επίσης να αμείβεται αξιοπρεπώς και όχι με μισθούς πείνας, ή να είναι ανασφάλιστη.
Και κάπως έτσι, από τους αδιάφορους, βολεμένους και καλοπληρωμένους εργαζομένους τού χθες, η Ελλάδα πέρασε στους πιο συνειδητοποιημένους, αλλά κακοπληρωμένους και ανασφάλιστους εργαζομένους τού σήμερα. Που, λόγω κρίσης, υποτίθεται ότι θα πρέπει να είναι και χαρούμενοι. Οχι για την ικανοποίηση που τους προσφέρει η εργασία τους, αλλά για το γεγονός ότι διαθέτουν μια κάποια εργασία! Πίκρα που δεν πάει κάτω ούτε με τα πιο ακριβά «μπιζουδάκια» της dame des chocolats!

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ