Αν ήμουν Σύρος, κάποτε θα έμενα σε μια περιοχή που θα έμοιαζε με την Καισαριανή, το Παγκράτι, τον Χολαργό. Ετσι μοιάζουν οι παλιές φωτογραφίες που δείχνουν κάτι ταλαιπωρημένα από τον ήλιο κτίρια, που τώρα είναι ισοπεδωμένα. Αν ήμουν Σύρος, μέχρι πριν από λίγα χρόνια θα ζούσα σε μια χώρα με ανεκτό βιοτικό επίπεδο, με εξαγωγές, με πετρέλαια, με οικονομία, αλλά κάτι θα είχε πάει πολύ στραβά στην πορεία. Η χώρα μου δεν θα υπήρχε πια, αλλά εγώ θα υπήρχα, έστω και κατά τύχη. Και θα είχα όρεξη για ζωή, ίσως και πιο λυσσασμένη απ’ όση έχω τώρα.
Αν ήμουν Σύρος, όπως ο Χασέμ Αλσούκι, που είπε τις προάλλες την ιστορία του στον «Guardian» από τη νέα χώρα του, τη Σουηδία, θα ήμουν παντρεμένος με δασκάλα, θα είχα δύο παιδιά και μια δουλειά στο Δημόσιο της πρώην χώρας μου, στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας. Θα ήμουν πιο τακτοποιημένος απ’ ό,τι είμαι τώρα, θα ζούσα σε μια κανονική χώρα με τις δυσκολίες της, με όρεξη για γλέντι, λάθη, τεμπελιά, δουλειά. Ζωή.
Και ξαφνικά, αν ήμουν Σύρος, θα χτυπούσε η πόρτα μου, στις 15 Απριλίου του 2012, ανήμερα των γενεθλίων του γιου μου του Οσάμα και 20 αντάρτες θα με έπαιρναν με κλωτσιές, θα με έδερναν σε ένα υπόγειο με άλλους 30 χωρίς να ξέρω γιατί ακριβώς, και μια μέρα, δύο μήνες μετά, θα με άφηναν στο κέντρο μιας πλατείας που μοιάζει με την Ομόνοια. Θα προσπαθούσα να καταλάβω τι μήνας είναι και γιατί ο ήλιος ενοχλεί τόσο πολύ το πρόσωπό μου. Αλλά επειδή θα ήμουν Σύρος, δεν θα ήθελα να φύγω από τη χώρα μου, κανείς δεν πολυθέλει, ό,τι και να λέει. Θα το πάλευα ακόμα, θα κρυβόμουν στην εξοχή, θα περίμενα την κανονικότητα, αλλά ύστερα από λίγο θα βομβάρδιζαν και θα διέλυαν το άδειο σπίτι μου στην πόλη, γιατί θα ήταν κοντά σε μια στρατιωτική βάση. Τότε, θα έφευγα.
Θα έφευγα με κάθε τρόπο. Θα πλήρωνα όποιον ήθελε να με εκμεταλλευτεί, θα πούλαγα ό,τι μπορούσα, θα σήκωνα χρήματα, θα ταπεινωνόμουν. Απλώς θα έφευγα. Θα έμπαινα σε ακατάλληλες βάρκες, θα κυνηγούσα τον κατάλληλο καιρό και αν δεν γινόταν θα έφευγα με τον ακατάλληλο καιρό. Θα έψαχνα με το smartphone μου το GPS που μάλλον φτιάχτηκε για κάποιον αστικό προορισμό και θα έβλεπα ότι είμαι μέσα στο Αιγαίο ανάμεσα σε εκατοντάδες ανθρώπους, μέσα σε μια βάρκα.
Αν ήμουν Σύρος, δεν θα έδινα δεκάρα για όσους κάνουν υψηλή διαλεκτική για το αν η φωτογραφία ενός παιδιού που κείτεται νεκρό πρέπει ή δεν πρέπει να προβάλλεται από το timeline τους. Οχι από σνομπισμό, αλλά γιατί δεν θα προλάβαινα. Θα πλήρωνα και 3 ευρώ για να φορτίσω το κινητό μου στην Κω, ακόμα και αν με παραξένευε· θα είχα δει και χειρότερους ανθρώπους.
Θα αισθανόμουν όμορφα για όσους με βοηθούσαν, κάπως άσχημα για όσους με έβλεπαν σαν απειλή, αλλά δεν θα είχα και πολύ χρόνο για κοινωνιολογική ανάλυση. Θα προσπαθούσα να πάω στη Βόρεια Ευρώπη. Θα περπατούσα, θα έμπαινα σε τρένα, θα έβλεπα βόρειες πόλεις για πρώτη φορά, ωραίες πλατείες, ωραία κορίτσια, κομψούς άνδρες, πλακόστρωτα, σιδηροδρομικούς σταθμούς, άλλες γλώσσες στις επιγραφές. Καθεμία από αυτές τις πόλεις θα μπορούσε να είναι το μέρος όπου θα περνούσα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου. Ακούγεται ωραίος αυτός ο τυχοδιωκτισμός, αλλά καλύτερα να τον διαβάζεις παρά να τον ζεις.
Αν ήμουν Σύρος, θα έτρεχα μακριά από την κατεστραμμένη πατρίδα μου και δεν θα με ένοιαζε ούτε η συμπάθεια των αρθρογράφων ούτε η αντιπάθεια των πρωτοσέλιδων. Η ζωή θα έπρεπε να συνεχιστεί. Οπως παλιά.
Οταν ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ ήταν 20 χρόνων, ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Toronto Star Weekly» είδε την ανταλλαγή των πληθυσμών στη Θράκη, που ακολούθησε τη Συνθήκη των Μουδιανών το 1922. Εγραψε: «Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης όλα μού φαίνονται απίστευτα. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατελείωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται».
Οταν οι πρόσφυγες χωρίστηκαν τελικά, 17.000 απ’ αυτούς έφτασαν το 1923 στη Συρία. Κάποια από τα εγγόνια τους έφυγαν πάλι, πρόσφατα. Η ατελείωτη πορεία της ανθρωπότητας συνεχίζεται.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ