ΤΟ ΒΗΜΑ – PROJECT SYNDICATE
Αν υπάρχει μια φωτεινή πλευρά στην αναταραχή που συντάραξε την παγκόσμια οικονομία από το 2008 και έπειτα, αυτή έγκειται στο γεγονός ότι δεν εκδηλώθηκε ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη του κόσμου. Το πρώτο πλήγμα ήταν η κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου στις ΗΠΑ στην οποία οι Ευρωπαίοι απάντησαν με αυτάρεσκους συλλογισμούς σχετικά με την υψηλότερη ανθεκτικότητα του κοινωνικού μοντέλου τους. Στη συνέχεια, το 2010, όταν ξέσπασε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, ήταν η σειρά της Αμερικής να εκφράσει την κακεντρέχειά της, την ώρα που οι ασιατικές χώρες επιδείκνυαν ως ρίζα του προβλήματος το υπερβολικά διευρυμένο κράτος πρόνοιας.
Σήμερα, ο κόσμος ασχολείται υπερβολικά με την οικονομική επιβράδυνση στην Κίνα και τα δεινά της χρηματιστηριακής αγοράς της. Πράγματι, για κάποιους αυτό που συμβαίνει στην Κίνα δεν αποκλείεται να αποτελεί μια σύγχρονη εκδοχή του αμερικανικού χρηματιστηριακού κραχ που σημειώθηκε το 1929 – ένα σοκ που κλονίζει τον κόσμο. Και δεν είναι μόνο η κινεζική οικονομία που βρίσκεται σε αναταραχή: η Ρωσία και η Βραζιλία βρίσκονται σε πολύ χειρότερη κατάσταση.
Καθώς η παγκοσμιοποίηση συνδέει απομακρυσμένους ανθρώπους και οικονομίες, οι συνέπειες δεν είναι πάντα οι αναμενόμενες. Και, δεδομένου ότι οικονομική κρίση γίνεται ολοένα και πιο παγκόσμια, όσον αφορά τη φύση της, η επόμενη πρόκληση για όλους τους φορείς λήψης αποφάσεων θα είναι να προσπαθήσουν να μετριάσουν τις επιπτώσεις της στο εσωτερικό των χωρών τους – και να συγκρατήσουν την παρόρμηση τους να μειώσουν τις δεσμεύσεις τους όσον αφορά τον υπόλοιπο κόσμο.
Έως σήμερα έχει καταστεί σαφές ότι κάθε success story έχει τη σκοτεινή πλευρά του, και ότι καμία οικονομία δεν είναι πιθανό να συνεχίσει να κινείται ανοδικά επ’ αόριστον. Αλλά είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι κάθε αποτυχημένη οικονομία είναι αποτυχημένη με τον δικό της τρόπο, και ότι η λύση για τα προβλήματα μιας χώρας θα μπορούσε να μην λειτουργήσει για τα προβλήματα μιας άλλης.
Τα προβλήματα της Ευρώπης, για παράδειγμα, δεν μπορούν να αποδοθούν σε μια απλή, μοναδική, αιτία, όπως η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος. Πριν από την κρίση του ευρώ, η Ιταλία είχε διανύσει μια μακρά περίοδο στασιμότητας, ενώ η Ισπανία είχε βιώσει μια στεγαστική φούσκα αμερικανικού τύπου και η Ελλάδα υπέφερε από μία υπερβολικά κρατικοδίαιτη ανάπτυξη. Ο ενοποιητικός παράγοντας ήταν το ότι η κάθε χώρα υιοθέτησε μη βιώσιμες πολιτικές οι οποίες έπρεπε να διορθωθούν.
Παρομοίως, οι οικονομίες της Ρωσίας, της Βραζιλίας και της Κίνας επιβραδύνονται για διαφορετικούς λόγους. Η Ρωσία υποφέρει εξαιτίας της απόφασής της να γίνει ένας μεγάλος παραγωγός ενέργειας εις βάρος της διαφοροποίησης. Οι ρίζες των προβλημάτων της Κίνας εντοπίζονται στην προσπάθειά της να στραφεί από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις σε υποδομές σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται στην υψηλότερη εγχώρια κατανάλωση. Η Βραζιλία επιβαρύνεται από την δαπανηρή καταναλωτική πίστη και την αύξηση των πραγματικών μισθών η οποία ξεπερνά την αύξηση της παραγωγικότητας.
Υπάρχουν τρόποι για να αντιμετωπιστεί το καθένα από αυτά τα προβλήματα, αλλά οι πιο αποτελεσματικές μακροπρόθεσμες στρατηγικές για την αύξηση της παραγωγικότητας δεν μπορούν να περιοριστούν σε μια απλή συνταγή. Δυστυχώς, μέρος της συμβατικής πολιτικής απάντησης σε μία οικονομική κρίση είναι η απαίτηση για άμεση δράση. Και, κατά τη διάρκεια των τρεχόντων οικονομικών προβλημάτων, υπάρχει μια πολιτική που φαίνεται πως έως τώρα λειτουργεί καλά: η υποτίμηση του νομίσματος.
Είναι μια πολιτική που είχε επιτυχία στην Ιαπωνία, όπου ένα πιο αδύναμο γιεν είναι το μόνο πραγματικό επίτευγμα της οικονομικής πολιτικής του πρωθυπουργού Σίνζο Άμπε (Abenomics), και στην Ευρώπη, όπου ένα πιο αδύναμο ευρώ συμβάλλει στο να αποσοβεί η ύφεση. Οι Ευρωπαίοι αρέσκονται επίσης να υποστηρίζουν ότι πίσω από την ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ βρισκόταν ένα ασθενέστερο δολάριο. Τώρα είναι η σειρά της Κίνας να ελπίσει ότι η υποτίμηση του νομίσματος θα συμβάλει στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητάς της.
Μέχρι στιγμής, οι προηγμένες οικονομίες έχουν αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις πρόσφατες υφέσεις. Ενώ, όμως, η απάντηση σε οικονομικό επίπεδο ήταν πολύ πιο αποτελεσματική από ότι ήταν κατά τη δεκαετία του 1930, οι κοινωνικές εντάσεις και η δυσαρέσκεια αφέθηκαν να σιγοβράζουν. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τώρα μια νέα πρόκληση: πρέπει να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τις δικές τους οικονομικές δυσκολίες, αλλά και τη βαθιά ανθρώπινη δυστυχία που προκαλείται από τις οικονομικές και πολιτικές αποτυχίες που σημειώνονται αλλού.

* Ο Χάρολντ Τζέιμς είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, ειδικός στην οικονομική ιστορία της Γερμανίας και την παγκοσμιοποίηση.