Οταν είχα κι εγώ αναφερθεί μέσω της ραδιοφωνικής εκπομπής μου στη δολοφονία του προστατευόμενου λιονταριού στη Ναμίμπια, μια φίλη που ζει μόνιμα στο Σικάγο μού έστειλε το εξής μήνυμα: «Οπως έχει συζητηθεί πολύ εδώ, καλώς μεν ασχοληθήκαμε με τον κυνηγό και το λιοντάρι, αλλά καλός θα ήταν ο ανάλογος ξεσηκωμός και κάθε φορά που ένας λευκός αστυνομικός σκοτώνει έναν μαύρο. Χμ, σωστή παρατήρηση κατά τη γνώμη μου».
Σωστή παρατήρηση και κατά τη δική μου γνώμη. Τη θυμήθηκα με τα πρόσφατα γεγονότα της Συρίας. Οπου οι τζιχαντιστές, αφού βασάνισαν τον αρχαιολόγο και επικεφαλής επί σειρά δεκαετιών του αρχαιολογικού χώρου της Παλμύρας (για να τους πει πού είχε κρύψει τους θησαυρούς της αρχαίας πόλης προκειμένου να αποτρέψει την καταστροφή τους), τον αποκεφάλισαν. Ο διεθνής Τύπος και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημοσίευαν τις φωτογραφίες της φρίκης, ορισμένα μουσεία πένθησαν με τις σημαίες τους να κυματίζουν μεσίστιες, πολιτικοί και συνάδελφοι του εκλιπόντος εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους, όμως, όπως «κάθε φορά που ένας λευκός αστυνομικός σκοτώνει έναν μαύρο», έτσι και τώρα το γεγονός δεν πήρε τη δημοσιότητα που θα έπρεπε. Ο ατυχής Σέσιλ (το λιοντάρι της Ναμίμπια) συγκίνησε ως φαίνεται περισσότερο από ό,τι ο τραγικός Χαλέντ αλ-Ασάαντ, και η είδηση του αφανισμού του από έναν ασυνείδητο κυνηγό υπερπροβλήθηκε, προσλαμβάνοντας διαστάσεις παγκόσμιας τραγωδίας.
Φυσικά και δεν έπρεπε να έχουν σκοτώσει τον Σέσιλ, φυσικά και επιβάλλεται οι ένοχοι να τιμωρηθούν παραδειγματικά, το κυνήγι να απαγορευτεί και τα ζώα να προστατεύονται από τους ασυνείδητους που διασκεδάζουν σκοτώνοντας. Ομως, ένα αιλουροειδές λιγότερο είναι μικρότερο πλήγμα για τη διεθνή κοινότητα από την εν ψυχρώ δολοφονία ενός φωτεινού ανθρώπου από τους σκοταδιστές. Ενός επιστήμονα που επέλεξε τον θάνατο για να μην προδώσει τα πιστεύω του, για να υπερασπιστεί όχι μερικές αρχαίες πέτρες, αλλά τον πολιτισμό, την ελευθερία, τα αγαθά επάνω στα οποία έχει θεμελιωθεί η σύγχρονη κοινωνία της προόδου και της ευημερίας και που χωρίς αυτά είμαστε καταδικασμένοι.
Ο Χαλέντ αλ-Ασάαντ είχε την ατυχία να κατάγεται από τη Συρία, χώρα που για διάφορους λόγους αυτή τη στιγμή δεν μας πολυενδιαφέρει (όπως φαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε ως σήμερα η ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή), τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους, οπότε και ο θάνατός του αντιμετωπίστηκε αναλόγως: μπορεί η βαναυσότητά του να μη μας επέτρεψε να τον προσπεράσουμε αμέσως, όμως σε καμία περίπτωση δεν προκάλεσε τις αντιδράσεις που θα έπρεπε να είχε προκαλέσει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Οι ηγέτες της Ευρώπης δεν έκαναν πορεία αγκαλιασμένοι, όπως στην περίπτωση της δολοφονίας των γάλλων υπηκόων στα γραφεία του περιοδικού «Charlie Hebdo», οι πολίτες δεν βγήκαν στους δρόμους φορώντας κονκάρδες που έγραφαν «Je suis (όχι Charlie αλλά) Khaled al-Asaad», ούτε έστειλαν επιστολές για να ζητήσουν την τιμωρία των δολοφόνων του αρχαιολόγου. Αυτή τη φορά η οργή και η συγκίνηση δεν καλλιεργήθηκαν εντέχνως όπως έγινε σε άλλα συμβάντα, η κτηνωδία αντιμετωπίστηκε σχεδόν με ψυχραιμία.
Ενα ακόμη θλιβερό γεγονός από αυτά που συμβαίνουν σε περίοδο πολέμου. Κάποια στιγμή, έπειτα από χρόνια, στην ελεύθερη τότε Παλμύρα, θα στήσουν τον ανδριάντα του ήρωα δίπλα στους αναστηλωμένους ναούς –μπορεί να δώσουν και το όνομά του στην κεντρική πλατεία. Ετσι γίνεται συνήθως. Με αυτόν τον τρόπο ξεπλένεται η ντροπή των κυβερνήσεων που επέτρεψαν να γίνουν τέτοια πράγματα, που τα ενορχήστρωσαν ή τα ανέχτηκαν. Οσο για την ντροπή των λαών, που σιώπησαν όταν έπρεπε να φωνάξουν (επειδή εκπαιδεύτηκαν να σιωπούν, επειδή δεν κατάλαβαν, επειδή φοβήθηκαν, επειδή είναι απλώς αδιάφοροι), με αυτή μαθαίνεις να ζεις. Θάβοντάς την κάτω από τη δική σου εθνική ανωτερότητα, από τους εθνικούς μύθους που σου επιτρέπουν να αισθάνεσαι ακόμη αξιοπρεπής. Ακόμη και όταν δεν είσαι.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ