Η Βερενίκη, βασίλισσα της Παλαιστίνης, αγαπά παράφορα τον Τίτο. Καμία δύναμη δεν θα μπορούσε να θολώσει τον έρωτά της, να κλονίσει τα θεμέλια της αφοσίωσής της. Και εκείνος την αγαπά με πυρετώδη λαχτάρα. Δεν χορταίνει να τη βλέπει, να την αγγίζει, να τη φιλάει. Της χρωστάει, άλλωστε, τα πάντα: «Κάλλος και δόξα και αρετή, όλα τα είχε εκείνη» λέει στον έμπιστό του Πάουλο. «Κι εγώ τι θα της δώσω; / Την πιο σκληρή ανταμοιβή. Για όλη αυτή την τόσο / Πανάκριβή της δωρεά… θα της φωνάξω: «Πήγαινε, φύγε, να μη με βλέπεις!»».
Ο Τίτος στέφθηκε χθες αυτοκράτορας της Ρώμης –λίγο μετά την κηδεία του πατέρα του. Το καθήκον τον καλεί μακριά από τη Βερενίκη τώρα. Θα μπορούσε να την παντρευτεί, η Ρώμη όμως απεχθάνεται τις βασίλισσες. Ο νέος αυτοκράτορας καλείται να απαρνηθεί την αγαπημένη του. Στην πραγματικότητα, το δίλημμα «εξουσία ή έρωτας» δεν υφίσταται, υποστηρίζει ο Ρολάν Μπαρτ στην περίφημη μελέτη του «Sur Racine». Το αληθινό δίλημμα αφορά περισσότερο δύο στιγμές παρά δύο αντικείμενα πόθου: από τη μία το παρελθόν, μια παρατεταμένη παιδική ηλικία, όπου η διπλή υποταγή στον πατέρα και στην ερωμένη-μητέρα βιώνεται ως ένα λιμάνι ασφαλείας. Από την άλλη, μετά τον χαμό του πατέρα, ένα μέλλον γεμάτο ευθύνες, όπου ο Τίτος θα εκπληρώσει το πεπρωμένο του απαλλαγμένος από τα βαρίδια της προηγούμενης, ανέμελης ζωής του. Εις το όνομα του πατρός, λοιπόν, εις το όνομα της Ρώμης και μιας νομιμότητας μυθικής, ο Τίτος θα καταδικάσει τη Βερενίκη. Η προσκόλληση στις αξίες του παρελθόντος προσφέρει το πιο ευγενές άλλοθι για την εγκατάλειψη της ερωμένης. Οι φορείς της σύγκρουσης χωρίζουν χωρίς να πεθάνουν, όμως, πράγμα παράδοξο για τα δεδομένα του ρακίνειου σύμπαντος. Ο μοιραίος έρωτας δεν εκπληρώνεται στον θάνατο. Καμία τρομερή καταστροφή δεν ακολουθεί την αποξένωση. Η Βερενίκη πείθεται (!) να αφήσει τον Τίτο να κυβερνήσει και επιστρέφει στην πατρίδα της «χωρίς να γίνει η Ερινύα που ονειρευόταν». Ο χρόνος θα ξεδιπλώνεται από εδώ και πέρα ατελείωτος για την ηρωίδα. Θα τη ρουφάει καθημερινά στην κανονικότητά του. Η «απομάκρυνση από την τραγωδία», όπως τη χαρακτηρίζει ο Μπαρτ, διαγράφεται οριστική και μη αναστρέψιμη.
Η διακαής ποιητικότητα του λόγου περιορίζεται μόνο χάρη στην αυστηρότητα της φόρμας: σαν ποταμός θα τα κατάπινε όλα αν δεν υπήρχαν οι απαιτήσεις του αλεξανδρινού στίχου να τιθασεύουν –και να απογειώνουν –το παραλήρημα των ηρώων. Οι ήρωες του Ρακίνα μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε. Δεν υπάρχει άλλη «δράση» εκτός από εκείνη που γεννάει η εσωτερική αγωνία τους, οι βίαιες ψυχικές μεταπτώσεις τους. Αντιμέτωπος με αυτά τα «κύματα» λόγου (στην εύρυθμη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη), ο σκηνοθέτης Θέμελης Γλυνάτσης έσπευσε να τα διασκεδάσει ορθώνοντας το πιο αφελές προπέτασμα καπνού.
Σαν να μην άντεξε τη λιτότητα της πλοκής, προσπάθησε να τη «νοστιμίσει» με περισσή ποικιλία άσκοπων ευρημάτων. Εχουμε λοιπόν έναν μποξέρ που χοροπηδάει στο βάθος ή μπροστά από έναν καθρέφτη κάνοντας «ζέσταμα» και μετά ξεκουράζεται επιδεικνύοντας τους κοιλιακούς του. Ηθοποιούς που περιμένουν στον «πάγκο» τρώγοντας ένα σνακ, καπνίζοντας, παίρνοντας «σέξι» πόζες κ.ο.κ. Μία μεσόφωνο και έναν τενόρο που σφιχταγκαλιάζονται μπροστά στον ανεμιστήρα και ενίοτε τραγουδούν σόλο κομμάτια τζαζ. Την υπηρέτρια της Βερενίκης, τον προαναφερθέντα μποξέρ και ένα ακόμη μέλος του θιάσου που συμμετέχουν σε μια πρόχειρη ερωτική περίπτυξη πάνω στον πάγκο… Η αμηχανία και το άγχος που προκαλεί ένα τέτοιο απαιτητικό κείμενο δεν δικαιολογούν την επιλογή τόσο κραυγαλέα ανέμπνευστων, τετριμμένων λύσεων που μόνο ως ξεθυμασμένοι αντίλαλοι μιας μοντερνιτέ ξεπερασμένης και δήθεν μπορούν να ερμηνευθούν. Το «My Funny Valentine», λίγο «προετοιμασμένο» πιάνο, εγκατάσταση με ομπρέλες σε στυλ Ζογγολόπουλου και ψευτοσύγχρονα κοστούμια που χαντακώνουν τους ηθοποιούς (ειδικά τον δύσμοιρο Αντίοχο) δίνουν το στίγμα μιας ασάφειας και μιας σύγχυσης ουδόλως δημιουργικής.
Η Βερενίκη της Μαρίας Ναυπλιώτου διαγράφεται πλαδαρά: η ηθοποιός δεν μπαίνει στη διαδικασία να μας αποκαλύψει τις μεταπτώσεις του ρόλου και ως αποτέλεσμα παρουσιάζει μια ηρωίδα χωρίς βάθος και χωρίς προσωπικότητα. Φιλότιμη η προσπάθεια του Νέστορα Κοψιδά ως Τίτου, ούτε κι αυτός όμως πλάθει ένα ξεκάθαρο ή πειστικό πορτρέτο του ήρωα. Συμπαθέστερος όλων ο Ιερώνυμος Καλετσάνος, ο οποίος προσφέρει μια ήπια, ευγενική ποιότητα στον Αντίοχο, τον μεγάλο χαμένο του έρωτα –και της ενδυματολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ