Στις 25 Ιανουαρίου του 2015 ένας ορισμένος «αντιμνημονιακός ριζοσπαστισμός» έγινε κυβέρνηση. Η στιγμή εκείνη ενσωμάτωσε τις σωρευμένες εντάσεις μιας πενταετίας μνημονιακών απογοητεύσεων και λαϊκών θυμών μαζί με τη θολή προσδοκία για μια τομή με τη λιτότητα και τα παλιά συστήματα εξουσίας.
Επτά και οκτώ μήνες μετά η «κυβέρνηση Μαξίμου» –κατά τη δηκτική έκφραση του Μανώλη Γλέζου και άλλων από τη νέα αριστερή αντιπολίτευση –παραιτείται και προκηρύσσει εκλογές. Ποια είναι όμως η υπόσχεση που έχει να δώσει ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ του τρίτου Μνημονίου προς τους πολίτες; Δεν είναι, φυσικά, η κατάργηση των Μνημονίων (και πώς θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά η ομαλοποίηση της οικονομίας, μία ακόμη μάχη κατά της διαφθοράς, οι μεταρρυθμίσεις «με προοδευτικό πρόσημο». Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού εμπεριείχε περισσότερη τάξη και νοικοκύρεμα παρά ανατροπές. Είχε βεβαίως να πει για τους εκβιασμούς των εταίρων αλλά απέφυγε τα στοιχήματα απείθειας και ανυπακοής. Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά από τον προηγούμενο χειμώνα και τα συνθήματα της τότε προεκλογικής περιόδου.
Οι επικείμενες εκλογές θα μπορούσαν λοιπόν να ήταν μια τελευταία ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα και την Αριστερά. Στον βαθμό μάλιστα που ο λενινισμός της δραχμής και ο ριζοσπαστικός αντιευρωπαϊσμός αποκολλώνται επεισοδιακά από την «κυβερνώσα Αριστερά», η αναμέτρηση θα μπορούσε να φέρει πιο κοντά μια νέα πραγματικότητα στη χώρα: την απαρχή της εξημέρωσης των πολιτικών παθών που έφερε η εποχή της Αγανάκτησης, παρά τη συνέχιση της ύφεσης και τις τραυματικές δυσκολίες στην οικονομία και στην καθημερινότητα.
Εχω ωστόσο αμφιβολίες για ένα τόσο αισιόδοξο σενάριο. Για έναν βασικό λόγο: ο τσιπρικός ρεαλισμός φαίνεται ρηχός και δίχως ποιοτικά στοιχεία αυτεπίγνωσης.

Σε όλον τον ΣΥΡΙΖΑ –και στον «δεξιό» –δεν έχει υπάρξει ως τώρα κανένας σοβαρός προβληματισμός για τις εκτροπές της αντιμνημονιακής οπτικής, για τη σοβαρή προγραμματική ανεπάρκεια που κόστισε ή για τις ανόητες αμετροέπειες περί «αποκατάστασης της δημοκρατίας στη χώρα».

Δεν έχει ανοίξει επίσης καμία ουσιαστική συζήτηση για τη μονόπλευρη ανάγνωση της ελληνικής κρίσης και κυρίως για την άκριτη υποστήριξη σε όλα τα κινήματα και τις διεκδικήσεις κοινωνικών – επαγγελματικών ομάδων όλα τα προηγούμενα χρόνια. Και βέβαια δεν έχει αλλάξει το μοντέλο του επιθετικού / πολεμικού λόγου που λειτουργεί με αφορισμούς.
Ολους αυτούς τους μήνες η «κυβερνώσα Αριστερά» συνέχισε να μιλά στη γλώσσα της ηθικολογικής καταγγελίας και να υποτιμά τις ενδογενείς αιτίες της κρίσης παραπέμποντας σ’ έναν ξύλινο και γενικής κοπής αντι-νεοφιλελευθερισμό.
Αλλά το μεγάλο πρόβλημα που φανερώθηκε με τον εντονότερο τρόπο είναι η περιφρόνηση για τα ίδια τα ζητήματα διαχείρισης και διοίκησης του κράτους και των θεσμών του.
Η ιδεολογική καχυποψία για τον ρόλο της τεχνοκρατίας έγινε εχθρότητα ακόμη και για την ηλεκτρονική ψηφοφορία στις εκλογές των πανεπιστημιακών αρχών.
Το διαζύγιο με τον λενινισμό της δραχμής και τον αριστερισμό είναι μια σημαντική στιγμή. Δίνει όμως περισσότερο την εντύπωση διαμάχης μηχανισμών, δίχως σημαντικό θεωρητικό και αξιακό βάθος.
Η θεοποίηση της πολιτικής και κινηματικής βούλησης έδωσε απλώς τη θέση της στον θρήνο της ήττας είτε σε μια «εξουσιαστική» τεχνολογία της επιβίωσης.
Βρισκόμαστε όμως σε άλλη μια καμπή του ελληνικού δράματος. Ζούμε μια κρίση μέσα στην κρίση για να παραφράσω τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του Ρεζίς Ντεμπρέ για την Επανάσταση. Ο μοναδικός εύκολος ρόλος πλέον είναι αυτός του νέου μαξιμαλιστικού αντιμνημονιακού χώρου.
Κληρονομεί, όπως φαίνεται, την καθαρή ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ δίχως τους «συμβιβασμούς» της διακυβέρνησης. Θα υποδυθεί έτσι την αντιπολίτευση της ψυχής απέναντι στον «μηχανισμό του Μαξίμου» που πρόδωσε το «Οχι» του δημοψηφίσματος. Για άλλη μία φορά θα στηθεί το μεταφυσικό δίπολο λαός – κίνημα / κυβέρνηση – κράτος, από εδώ το «Οχι» της αντίστασης και από εκεί η ατιμωτική συνθηκολόγηση και οι θιασώτες της.
Το ζητούμενο όμως θα ήταν να πάρει επιτέλους κάποιος στα σοβαρά το κράτος και την «ύλη της διακυβέρνησης». Το να κυβερνηθεί πραγματικά η χώρα θα ήταν ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς την Αριστερά των «Ναι», αυτή την Αριστερά που δεν θα ζούσε πια με τον αντιδραστικό μύθο μιας ηγεμονικής αυτοδυναμίας αλλά θα ήταν για πρώτη φορά φιλόξενη στις ιδέες, στα σχέδια και σε κάποια από τα επιχειρήματα των άλλων (και των «μη αριστερών»).
Θα μπορούσαν άραγε αυτές οι εκλογές της ανάγκης και των παιχνιδιών τακτικής να γεννήσουν μια τέτοια ανανεωτική δυναμική;
Η πολιτική, ακόμη και σε αυτούς τους καιρούς των δημοσιονομικών και τεχνικών περιορισμών της, είναι ακόμη χώρος ελευθερίας. Τίποτα δεν αποκλείει θεωρητικά το πλησίασμα του «ρεαλιστικού» ΣΥΡΙΖΑ προς μια συνεργατική και πραγματιστική αντίληψη για τις επιθυμητές αλλαγές στην κοινωνία και στο κράτος. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί χωρίς σημαντικές αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα της ελληνικής Αριστεράς.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ενδεχόμενο: αντί μιας ηγεμονικής επικράτησης του Αλέξη Τσίπρα να έχουμε ένα σκηνικό αδύναμου κατακερματισμού και διασποράς της ψήφου.
Να έλθει έτσι πιο κοντά μια νέα φάση αντιπολιτικής κόπωσης με «οπορτουνιστικές» συμμαχίες κορυφής και αντιφιλελεύθερα κινήματα στη βάση. Αυτό θα ήταν πραγματικά η εκδοχή της απελπισίας.
Οτιδήποτε θα ήταν πλέον ικανό να ανακόψει την πορεία προς την αντιπολιτική και την απαισιόδοξη παραίτηση της κοινωνίας θα είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά.
Αρκεί να μην περάσει σε δεύτερο πλάνο το τεράστιο πρόβλημα οικονομικής και θεσμικής αξιοπιστίας στο όνομα ανούσιων πολιτικών τεχνασμάτων και με καινούργιους, άχρηστους ρητορικούς πολέμους.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ