Δεν ήταν µεγάλη η παραλία, καμιά δεκαριά μέτρα αμμουδερού ανοίγματος στη θάλασσα. Ο συνωστισμός αναμενόμενος, λόγω Δεκαπενταύγουστου, οπότε είχα πάει προετοιμασμένος: θα απολάμβανα το μπάνιο, όποιες και αν ήταν οι συνθήκες. Ημουν, βεβαίως, προετοιμασμένος και για την πολυμίσητη φυλή των ρακετοφόρων που επιβάλλουν τη θορυβώδη παρουσία τους. Ετσι και τώρα, τρία ζευγάρια είχαν ακροβολιστεί στα ρηχά και έπαιζαν, μετατρέποντας το μπες-βγες στη θάλασσα σε μια μικρή περιπέτεια για όλους εμάς που κινδυνεύαμε να φάμε τα (α λα Αngry Βirds) οργισμένα μπαλάκια τους στο κεφάλι –μην τα βλέπετε έτσι μικρά και τσαχπίνικα, τρύπα ανοίγουν αν σε χτυπήσουν με δύναμη. Προαιώνιο το ερώτημα: γιατί πρέπει να παίζουν ρακέτες εκεί που σκάει το κύμα και δεν πηγαίνουν κάπου αλλού, στις αυλές και στις βεράντες των σπιτιών τους, σε μια πλατεία, σε ένα πάρκο; «Γιατί έτσι το έχουν συνδυάσει, παιχνίδι και θάλασσα». Αυτό ακριβώς. «Το έχουν συνδυάσει» και τα σκυλιά δεμένα.
Τους αφήσαµε να παίζουν και περάσαμε στην παρακείμενη ταβέρνα για την καθιερωμένη δίαιτα του καλοκαιριού: κεφτέδες, πατάτες τηγανητές, σαλάτα και ένα κιλό ψωμί από δίπλα για την παπάρα. Καθήσαμε μέσα, όπου λειτουργούσε το air-condition, για να γλιτώσουμε την κάψα του μεσημεριού. Ευχάριστα και δροσερά ήταν, ως τη στιγμή που άναψαν τα τσιγάρα. «Για όνομα!». «Δεν θέλω γκρίνιες! Μετά τη μάσα, τσιγαράκι, τα έχουμε συνδυάσει». Και αυτοί λοιπόν τα είχαν συνδυάσει (ποιος υπολογίζει τον νόμο!), οπότε εμείς πίσω στη γωνιά μας. Από την οποία βγήκαμε το βράδυ, όταν πλέον είχε δροσίσει, για να παρακολουθήσουμε ασπρόμαυρο φιλμ νουάρ στον θερινό κινηματογράφο.
Ηταν όμορφα στο στρωμένο με χαλίκι οικόπεδο με τις πρασινάδες να αναρριχώνται στους γύρω τοίχους και με τη μυρωδιά του φρεσκοποτισμένου χώματος να επιβάλλεται της μυρωδιάς του ακριβού αρώματος που φορούσε η μοιραία Μπάρμπαρα Στάνγουικ στην οθόνη. Αυτό ως τη στιγμή που μας κύκλωσε η εμετική οσμή του ψημένου σε κακής ποιότητας μαργαρίνη ποπκόρν. Τόσο δύσκολο είναι να παρακολουθήσετε για δύο ώρες μια ταινία χωρίς να τρώτε μια τόσο επιβαρυντική για το στομάχι σας και για το περιβάλλον αηδία; Και χωρίς να καπνίζετε σε δημόσιο χώρο; «Μα, τα έχουμε συνδυάσει, θέαμα, τσιγάρο, ποπκόρν» με κοίταξε παραξενεμένη που αντιδρούσα η φίλη μου, ενώ φυσούσε ένα σύννεφο καπνού στο πρόσωπό μου. Εμείς, πάλι, που τα έχουμε… συνδυάσει όλα αλλιώς; Τον θερινό κινηματογράφο με τις μυρωδιές της καλοκαιρινής νύχτας; Το παρά θίν’ αλός φαγητό σε ένα περιβάλλον που μυρίζει ιώδιο και όχι τσιγαρίλα; Το θαλάσσιο μπάνιο με την ησυχία, τη χαλαρότητα, τη ραστώνη και όχι με την ένταση που επιβάλει το τακ τακ της ρακέτας; Ή πρέπει να αποδεχτούμε την κατάσταση ως έχει ή πρέπει να επιβάλουμε τους δικούς μας συνδυασμούς, τα δικά μας θέλω, με το «έτσι θέλω!», παίρνοντας ενεργά μέρος στον κοινωνικό εμφύλιο που μαίνεται από πάντα σε αυτή τη χώρα.
Αν, λοιπόν, έχω συνδυάσει τα αυγουστιάτικα απογεύματά μου στην Αθήνα με την ακρόαση στη διαπασών της «Βαλκυρίας», δικαιούμαι να ξεκουφάνω όλους τους γείτονες. Οπως αν ο από πάνω τα έχει συνδυάσει με κατ’ οίκον μαθήματα κλακέτας, μπορεί να χορεύει ασταμάτητα και να μη με αφήνει να κοιμηθώ. Είναι απλό: όποιος διαθέτει τα πιο δυνατά ηχεία, το πιο θορυβώδες τακουνάκι, τη ρακέτα, το τσιγάρο, το χαρτόκουτο με το ποπκόρν, το τιμόνι, το ποδήλατο, τη γαϊδουροφωνάρα κ.τ.λ. –όποιος δηλαδή έχει το «όπλο», –επιβάλλεται, κυριαρχεί, καλοπερνά. Οι άλλοι υποτάσσονται. Μαθήματα δημοκρατικής αγωγής στη χώρα που, όπως μας αρέσει να λέμε, γέννησε τη Δημοκρατία. Δηλαδή αυτό που έχουμε μάθει να λέμε Δημοκρατία. Πάω για τζετ σκι τώρα. Ανάμεσα στους λουόμενους. Ετσι το έχω συνδυάσει!

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ