«Πόσο µ…ας µπορεί να είσαι για να πληρώνεις 20 ευρώ για μια ξαπλώστρα;» αναρωτήθηκε φέρνοντας στο τραπέζι την κουβέντα των ημερών, τις ακριβές για το βαλάντιό μας διακοπές στη Μύκονο. «Εχεις σκεφτεί ότι μπορεί να μην είσαι μ…ας, αλλά να έχεις τόσα χρήματα που το εικοσάευρω να το ξοδεύεις χωρίς δεύτερη σκέψη;» ρώτησα και αρχίσαμε να τσακωνόμαστε, κάποιοι υποστηρίζοντας πως όποιος τα έχει μπορεί να τα σκορπίζει και λόγος δεν μας πέφτει (αυτή είναι και η δική μου άποψη) και οι περισσότεροι επιμένοντας στο πολυφορεμένο «όταν υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν να φάνε…». Μετά σχολιάσαμε τις διακοπές του Αναστάση που πήρε την οικογένεια και πήγαν σε πεντάστερο ξενοδοχείο της Ρόδου, ξοδεύοντας έναν ολόκληρο μισθό σε τρία εικοσιτετράωρα. «Eίναι δυνατόν, εν μέσω κρίσης, να επιζητά τέτοιες προκλητικές χλιδές;». Δικαίωμά του! «Οχι!». Ναι!
Κάνοντας διάλειµµα επειδή είχε πονέσει ο λαιμός μου από τις φωνές (έχουμε έντονο ταμπεραμέντο ως παρέα), μας παρατήρησα απέξω, σαν να μη συμμετείχα, αναλογιζόμενος πόσο επικριτικοί είμαστε οι Ελληνες με τους άλλους. Πιο επικριτικοί, νομίζω, από κάθε άλλον λαό που έχω γνωρίσει. Ετοιμοι να κακοχαρακτηρίσουμε όσα δεν μας είναι οικεία και όσα μας ξεπερνούν. Κάπως έτσι, εκείνος που μπορεί να κλείσει όλη την Ψαρού για τα γενέθλιά του (ενώ εμείς μετά βίας μπορούμε να αγοράσουμε μία τούρτα από συνοικιακό ζαχαροπλαστείο για τα δικά μας) αντιμετωπίζεται με τεράστια καχυποψία (είναι σίγουρα λαμόγιο, πώς αλλιώς εξηγείται τέτοια οικονομική άνεση;), στολίζεται με αυθαίρετες κατηγόριες (μια φίλη της κουμπάρας του εξαδέλφου μου έμαθε ότι κάνει εμπόριο ναρκωτικών, μια άλλη ότι παντρεύτηκε μια πλούσια με ένα τεράστιο κότσι στο αριστερό πόδι της μόνο για τα λεφτά της, μια τρίτη πως την πλούσια με το κότσι την κερατώνει με γνωστή τηλεπαρουσιάστρια) και λοιδορείται αλύπητα.
Η μυκονιάτικη ξαπλώστρα μάς έδωσε (μία ακόμη) αφορμή για να κάνουμε κρεμαστάρια όσα δεν φτάνουμε, για να αποκαλύψουμε εκ νέου τις ιδεολογικές αγκυλώσεις, τη στενομυαλιά αλλά και τη μικροψυχία μας, καθυβρίζοντας εκείνους που τόλμησαν να ξαπλώσουν επάνω της. Το έχουμε ξανακάνει, παρακολουθώντας μετά μανίας, διά του Τύπου, την καθημερινότητα των επωνύμων για να τους κατηγορήσουμε μετά για τις σπατάλες, τις ανέσεις, τα κακομαθημένα παιδιά τους. Πρώτα αποστηθίζουμε τα δημοσιεύματα για «το ανέμελο καλοκαίρι της Ελένης στα Αχλα» και ακολούθως «θάβουμε» την πολυαγαπημένη μας Ελένη δύο μέτρα κάτω από την κινούμενη άμμο όχι της Ανδρου, του φθόνου μας. Κατασκοπεύουμε τη ζωή των άλλων για να τους κακοχαρακτηρίσουμε, τόσο απλά (και άθλια). Συνεχίζουμε την εθνική παράδοση όπως μας την κληροδότησαν κάτι θείες που έκαναν επισκέψεις με μοναδικό σκοπό να δουν πόση σκόνη είχε μαζευτεί κάτω από το χαλί και να λένε μετά στις υπόλοιπες του σογιού πόσο σκατονοικοκυρά είναι η οικοδέσποινα. Γιατί ζούσαν για να κριτικάρουν. Αυτό μάθαμε, αυτό εξακολουθούμε να κάνουμε και εμείς. Βρίσκοντας δεκάδες άλλοθι για να δικαιολογήσουμε την αρρωστημένη ανάγκη μας, αλλά καταβαραθρώνοντας χωρίς κανένα άλλοθι όλους όσοι κάνουν κάτι έξω από αυτό που έχουμε εμείς θεσπίσει ως αποδεκτό και απαράβατο όριο.
Η ξαπλώστρα της έριδας ήταν ένα ακόμη από τα θέματα-λουκούμια που μας δίνουν αφορμές να εκτονωθούμε. Στάξαμε, λοιπόν, άφθονο φαρμάκι για τον επιχειρηματία που σε καιρό κρίσης διαθέτει τις ξαπλώστρες του ακριβά (μιλήσαμε για αισχροκέρδεια, χωρίς όμως να γνωρίζουμε ποια είναι τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησής του, τι νοίκι πληρώνει για την παραλία που εκμεταλλεύεται, τι περιθώριο κέρδους έχει σε μια νόμιμη, υποθέτω, επιχείρηση), αλλά και για εκείνους, «τους μ…ες», που τις νοικιάζουν γιατί έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν. Ολα αυτά επειδή δεν μπορούμε και εμείς να λιαζόμαστε στη διπλανή τους ξαπλώστρα; Αν και κάτι μου λέει πως και δίπλα να ξαπλώναμε, πάλι με τον κακό τον λόγο στο στόμα θα ήμασταν. Θέμα γονιδίων ή θέμα αγωγής;

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ