Τις ειδήσεις πρέπει να τις διαβάζουµε συνδυαστικά. Η μία επηρεάζει την άλλη ή οδηγεί σε συμπεράσματα. Πιάνουμε το μεγάλο, το θλιβερό πεδίο της εκπαίδευσης, στη χώρα όπου το δημόσιο σχολείο είναι ανίκανο να διδάξει σωστά μια ξένη γλώσσα, είναι ανίκανο να δώσει στους μαθητές τα εφόδια ώστε να πετύχουν στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Σε αυτή τη χώρα, λοιπόν, θεσπίστηκε κάποτε, επί Αννας Διαμαντοπούλου, το Ολοήμερο Σχολείο. Θεσπίστηκε επειδή ο εργαζόμενος γονιός δεν μπορεί να βρίσκεται έξω από το σχολείο στις 12 το μεσημέρι, την ώρα δηλαδή που σχολάνε οι πρώτες τάξεις. Ετσι, δίνεται η δυνατότητα να κάνουν τα παιδιά αθλήματα, καλλιτεχνικά, υπολογιστές.
Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι λόγω της οικονομικής κατάστασης έγινε συζήτηση για την κατάργηση των Ολοήμερων Σχολείων. Κυκλοφόρησε ευρέως η φήμη, παρότι το υπουργείο Παιδείας διέψευσε ότι εξέτασε το ενδεχόμενο. Τις επίσημες διαψεύσεις δεν τις πιστεύουμε φυσικά. Το θέμα συζητήθηκε και μάλιστα σε συγκεκριμένη βάση: διερευνήθηκε αν τα κονδύλια για τα Ολοήμερα μπορούν να διατεθούν για τις ανάγκες του βασικού προγράμματος. Εφέτος, όπως και πέρυσι και πρόπερσι και πάντα, υπάρχουν κενά. Από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση λείπουν περί τους 25.000 δασκάλους και υπάρχουν πιστώσεις για τους μισούς.
Η ενδεχόμενη κατάργηση των Ολοήμερων θα ήταν τεράστιο πλήγμα για τους 340.000 μαθητές που έχουν την ευκαιρία να κάνουν κατιτίς παραπάνω στο πλαίσιο ενός δωρεάν προγράμματος, δίνοντας ταυτόχρονα μια ανάσα χρόνου στους γονείς.
Κι εκεί που ο Αριστείδης Μπαλτάς μετράει τα κουκιά, αλλάζουν τα δεδομένα στην ιδιωτική εκπαίδευση. Ζητείται από τους γονείς να πληρώνουν και Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Από το μηδέν τοις εκατό που ίσχυε, όπως ισχύει παντού στην Ευρώπη, ορίζεται συντελεστής 23%. Αυξάνονται τόσο πολύ σε εποχή με μειώσεις μισθών, μέσα σε κλίμα ύφεσης όπου όλων οι δουλειές πηγαίνουν προς το χειρότερο. Από αυτές τις ίδιες οικογένειες που θα πρέπει να πληρώσουν παραπάνω για ιδιωτικό σχολείο, ορίζεται αυξημένη εισφορά αλληλεγγύης, αυξημένος φόρος σε τυχόν ακίνητα.
Θα πει κανείς ότι το ιδιωτικό σχολείο είναι επιλογή και όποιος θέλει πολυτέλειες οφείλει να τις πληρώνει. Προκύπτει όμως ένα ζητηματάκι. Ο γονιός που πληρώνει δίδακτρα ουσιαστικά απαλλάσσει το κράτος από έξοδα εκπαίδευσης. Να δούμε ορισμένους αριθμούς: περίπου 80.000 μαθητές φοιτούν σε περίπου 1.000 ιδιωτικά σχολεία, στα οποία εργάζονται περίπου 8.000 εκπαιδευτικοί. Στα δημόσια σχολεία των δύο βαθμίδων φοιτούν περίπου 1.200.000 μαθητές. (Οι αριθμοί αδρομερώς, για να προχωράει η συζήτηση πιο εύκολα…)
Το μειωμένο εισόδημα, σε συνδυασμό με τη θεαματική αύξηση των διδάκτρων, θα αναγκάσει πολλές οικογένειες να πάρουν τα παιδιά τους από το ιδιωτικό και να περιορίσουν τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Είναι άραγε έτοιμο το υπουργείο Παιδείας να υποδεχτεί το πιθανό κύμα φυγής; Δεν έχει αρκετούς καθηγητές για τον υπάρχοντα πληθυσμό μαθητών, άρα το ερώτημα είναι ρητορικό.
Δεν ξέρουμε αν ορισμένοι λυπούνται τον Μπαλτά για το κακό που τον βρήκε, δεν ξέρουμε αν υπάρχει περίσσευμα κατανόησης για την πρώτη-φορά-Αριστερά, όμως σίγουρα μπαίνει ένα ερωτηματικό στο θέμα της συνεννόησης μεταξύ υπουργείων. Κάπου μεταξύ υπουργείου Οικονομικών και υπουργείου Παιδείας τρυπώνει και το υπουργείο Εργασίας. Υπάρχει σχέδιο για το μέλλον των εκπαιδευτικών που θα μείνουν άνεργοι λόγω ΦΠΑ;
Επανερχόµαστε στην αρχική σκέψη: τις ειδήσεις πρέπει να τις διαβάζουμε συνδυαστικά. Αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι η κυβέρνηση βαδίζει στα κουτουρού. Κανένα πλάνο, καμία μεταρρύθμιση, κανένα νομοσχέδιο ουσίας. Στην Παιδεία εφαρμόζεται ό,τι φέρνει η μέρα και πολλές φορές η μέρα φέρνει την καταστροφή, φέρνει την αντίφαση, φέρνει το ανερμάτιστο.
Είναι προφανές ότι τη σύνθεση των δεδομένων οφείλει να την κάνει το Μαξίμου. Ωστόσο δεν συνθέτει, και τούτο δεν επιτρέπει κανένα σχόλιο για την πίστωση χρόνου που θα έπρεπε να δείξουμε στη νέα κυβέρνηση.
Τα προβλήματα δεν προκύπτουν από την έλλειψη πείρας, αλλά από την έλλειψη διοικητικής ικανότητας. Τι κρίμα. Τι κρίμα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ