Περίεργη αίσθηση να µπλοκάρονται ξαφνικά οι (ελαχίστων ευρώ) συνδρομές σου στο Internet. «Ουπς, κάτι συνέβη και δεν μπορούμε να χρεώσουμε την πιστωτική κάρτα σας. Μη στενοχωριέστε, θα προσπαθήσουμε αργότερα». Ηταν ζήτημα ωρών η αποστολή του δεύτερου και φαρμακερού μηνύματος: «Δυστυχώς η συνδρομή σας δεν μπορεί να ανανεωθεί». Ετσι, το κλείσιμο των τραπεζών μού στέρησε, μεταξύ άλλων, το αγαπημένο μου μουσικό περιοδικό και την πρόσβαση στη διαδικτυακή δισκοθήκη μου. Ξέρω, σε άλλους στέρησε τη δυνατότητα πρόσβασης σε επιστημονικά έγγραφα απαραίτητα για τη δουλειά τους. Καθένας όμως για αυτά που χάνει θρηνεί.
«Προσωρινό είναι» (όπως και ήταν), με διαβεβαίωσαν, «σύντομα θα αποκατασταθεί το πρόβλημα». Εξακολούθησα να αισθάνομαι πως έφαγα μια σπρωξιά και άρχισα να κατρακυλάω τα σκαλιά προς Τρίτο (και τέταρτο) Κόσμο μεριά. Οχι ότι δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς το διπλό καλοκαιρινό τεύχος του «Tape Op» –ειδικά όταν γύρω μου υπάρχουν εκατομμύρια άνεργοι (ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνω ένας από εκείνους), νοικοκυριά που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους, νέοι που ξεκινούν τη ζωή τους μέσα σε περιβάλλον αβεβαιότητας και απαισιοδοξίας, ασθενείς που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα φάρμακά τους -, ήταν εν πολλοίς ψυχολογικό το θέμα: η τραυματική διαπίστωση πως έγινα πελάτης αφερέγγυος. Δεύτερης κατηγορίας. Ηταν και η εμφανής υποβάθμιση της ποιότητας της καθημερινότητάς μου: ενώ αλλιώς τα είχα ονειρευτεί και οργανώσει, αλλιώς αναγκάζομαι να πορευτώ.
«Θα προσαρµοστείς κι εσύ στα νέα δεδομένα», είπε η Αννα, «κακομαθημένε!». Δύο ημέρες μετά έψαχνε εθελοντή/εθελόντρια για να βοηθήσει στο σιδέρωμα. «Τα μπλουζάκια τα κουτσοκαταφέρνω, τα πουκάμισα όμως του Στέλιου, που πρέπει να είναι κολλαριστά για το γραφείο, αδύνατον να τα πετύχω». «Η Τερέζ τι έγινε;». «Παράπλευρη απώλεια. Με τι να την πληρώνω;». «Την πιθανότητα να σιδερώνει ο ίδιος ο Στέλιος τα ρούχα του την έχει σκεφτεί;». «Το προσπάθησε, αλλά είναι ανεπίδεκτος». Τότε θα προσαρμοστείς κι εσύ στα νέα δεδομένα, κακομαθημένη, επανέλαβα με φαρμακερή διάθεση τα λόγια της. «Είσαι αμείλικτος». Είμαι απλώς ένας άνθρωπος που έχοντας δουλέψει για να φέρει τη ζωή του σε ένα άλφα επίπεδο (αυτό που εγώ θεωρώ άλφα επίπεδο) δεν μπορεί να πανηγυρίζει που τη βλέπει να γυρίζει τριάντα χρόνια πίσω.
Να χαρώ που πρέπει να αρχίσω να καθαρίζω χωρίς βοήθεια το σπίτι μου; Που πρέπει να επιλέγω το «στα τέσσερα πακέτα το ένα δώρο» της πιο άθλιας μάρκας μακαρονιών, γιατί μόνο με κάτι τέτοια δώρα τα βγάζεις πέρα σήμερα; Που δεν έχω πρόσβαση σε διαδικτυακά καταστήματα; Που από την εποχή του air-condition καλούμαι να επιστρέψω στην εποχή της βεντάλιας για να μην καταναλώνω ρεύμα; Ασε που ένας άνδρας με βεντάλια στο χέρι γίνεται αμέσως αντικείμενο χλεύης, δεν βλέπεις «Transparent»; «Μη σε απασχολεί ο κόσμος, στο τέλος θα σε συνηθίσει». Κι εσύ θα συνηθίσεις στο σιδέρωμα. Δες το ως τέχνη που θα σου χρειαστεί όταν θα ψάχνεις θέση οικιακής βοηθού στα σπίτια της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, όπου θα φθάσεις προσφυγοπούλα, με τα εναπομείναντα ευρώ σου ραμμένα στο στρίφωμα της φούστας σου. «Οπως είχε φέρει η μικρασιάτισσα γιαγιά μου τις λίρες της το 1922».
Η Ιστορία επαναλαµβάνεται. «Κυρίως οι μαύρες σελίδες της. Αυτή η επιστροφή στις πολυμίσητες δουλειές του σπιτιού άρχισε να κλονίζει το επαναστατικό φρόνημά μου» διαμαρτυρήθηκε η Αννα. Τελικά αποφάσισα να τη βοηθήσω, αν και είχα χρόνια να πιάσω σίδερο. «Τι πρέπει να γίνει για να σταματήσει ο Στέλιος να φοράει πουκάμισα;» ρώτησα έπειτα από μία αφόρητα καυτή ώρα στην κόλαση της κολλαριστής μανσέτας. «Να απολυθεί». «Δεν είναι καιρός για τέτοια, σιδέρωνε ώσπου να το πετύχουμε». «Αυτό κάνω». Και με το βλέμμα στραμμένο στις καλύτερες ημέρες, η γενιά των capital controls συνέχισε τον αγώνα για μια καλύτερη Ελλάδα, πληρώνοντας τοις μετρητοίς τα σπασμένα. Τι επαναστατικό καλοκαίρι και αυτό!

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ