Τα κατάφεραν. Το άλσος στο Πεδίον του Αρεως έγινε αυτό που προσπαθούσαν να το κάνουν όλα αυτά τα χρόνια. Ο απόπατος μιας ζέχνουσας πόλης. Στα ναρκωτικά, στην πορνεία, στην απόλυτη αφροντισιά και εγκατάλειψη, προστέθηκαν τώρα οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες. Και η υπουργός για θέματα μετανάστευσης, Τασία Χριστοδουλοπούλου, ήρθε για να συνοψίσει με ένα «Ε, και τι να κάνω τώρα» (όταν ρωτήθηκε για την απερίγραπτη κατάσταση) την άποψη που είχαν άπαντες οι κυβερνώντες για το μεγαλύτερο αθηναϊκό πάρκο: ποτέ δεν τους ενδιέφερε πραγματικά, ποτέ δεν ασχολήθηκαν σοβαρά με την αναβάθμισή του, πάντα το έβλεπαν ως ένα πρόβλημα το οποίο δεν είχαν καμία απολύτως διάθεση να λύσουν.
Δεν το έλυσαν λοιπόν το πρόβλημα: δεν φρόντισαν ώστε τα λεφτά που πετάχτηκαν (ναι, πετάχτηκαν) για την ανάπλασή του να πιάσουν τόπο, δεν ενδιαφέρθηκαν για την εύρυθμη λειτουργία του, για την πρόσληψη του απαραίτητου για τη συντήρησή του προσωπικού, δεν το προστάτευσαν από τους βανδάλους που κατέστρεψαν παγκάκια, αγάλματα, δέντρα, που έσπασαν ακόμη και τις πλάκες με τις οποίες στρώθηκαν τα δρομάκια του. Κανένας δεν ήταν αρμόδιος, κανένας δεν μπορούσε να κάνει τίποτε χωρίς την απόφαση των συναρμοδίων του (που ποτέ δεν καταλάβαμε ποιοι ακριβώς ήταν).
Ολες οι ερωτήσεις µας, οι εκκλήσεις μας, οι καταγγελίες μας, απευθύνονταν σε αναρμόδιους που πολύ θα ήθελαν να κάνουν κάτι (είπαν) αλλά δεν είχαν τα μέσα. Το αποτέλεσμα της ανημποριάς τους, όπως βάπτισαν την εγκληματική αδιαφορία τους, μπορείτε να το διαπιστώσετε με τα ίδια σας τα μάτια αν τολμήσετε μια βόλτα στο άλσος. Και όμως, αυτό το βρωμερό οικόπεδο όπου σιχαίνεσαι να πατήσεις το πόδι σου ήταν κάποτε χώρος γεμάτος λουλούδια και φωνές παιδιών που έπαιζαν.
Λυπάμαι τους χρήστες που ξαπλωμένοι στα παγκάκια, με τη σύριγγα καρφωμένη στη φλέβα τους, ακροβατούν μεταξύ ζωής και θανάτου. Λυπάμαι τα αγόρια από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, από όλες τις χώρες του κόσμου (και από την Ελλάδα) που εκπορνεύονται για μερικά ευρώ. Λυπάμαι τους πρόσφυγες που αναγκάζονται να κοιμούνται εκεί που αποπατούν. Επιτρέπεται να λυπηθώ και τον εαυτό μου, που παρότι πληρώνω με συνέπεια τους φόρους μου, είμαι υποχρεωμένος να ζω σε μια γειτονιά που καταρρέει ή κινδυνεύω να κακοχαρακτηριστώ;
Γιατί, σαν να μη μας φτάνουν η κακοδαιμονία και η αδιαφορία των κυβερνώντων, εσχάτως έχουμε να αντιμετωπίσουμε και τα λαϊκά δικαστήρια, έτσι όπως εκδηλώνονται μέσα από τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. «Φίλους» που βλέπουν ακόμη και στην τραγική υποβάθμιση της καθημερινότητάς μας στο κέντρο της πόλης την εγκαθίδρυση μιας νέας λαϊκής δημοκρατίας και που σε περιμένουν στη γωνία για να σε ειρωνευτούν ή, ακόμη χειρότερα, για να σε καταγγείλουν ως φασίστα και ρατσιστή αν εκφράσεις φόβους π.χ. για τις αρρώστιες που μπορεί να προκαλέσουν οι ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής στους πρόχειρους καταυλισμούς των προσφύγων κάτω από τα δέντρα.

Ή αν τολμήσεις να διαμαρτυρηθείς, καθώς το πάρκο που εσύ πληρώνεις δεν μπορεί να λειτουργεί ως καταυλισμός. Ιδεοληψίες, απέραντη σύγχυση, κακογουστιά αλλά και μίσος για εκείνον που βλέπει τη ζωή διαφορετικά, είναι τα ευτελή συστατικά της επαναστατικής σκέψης τους.

Πάντως, για να επιστρέψουµε στο άλσος, οι πρόσφυγες αποτελούν μία μόνο παράμετρο του σύνθετου προβλήματος. Περαστικοί είναι, μπορεί ήδη να έχουν φύγει. Στην πραγματικότητα, ακόμη και δίχως την παρουσία τους, ακόμη και αν διά μαγείας οι ναρκομανείς και οι εκπορνευόμενοι νέοι εξαφανιστούν, από τη στιγμή που η πολιτεία εξακολουθεί να αδιαφορεί, οι πνεύμονες πρασίνου αυτής της πόλης είναι καταδικασμένοι. Και οι ζωές μας. Ασφυξία!
ΥΓ.: Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν πως η άτακτη και σωρευτική απόθεση άλλων ανθρώπων σε ένα πάρκο και η εγκατάλειψή τους στο έλεος του Θεού αποτελεί δείγμα κοινωνικής ευαισθησίας; Και όμως υπάρχουν!

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ