Η ουβερτούρα είναι πανεπιστημιακή και, για όσους ξέρουν τα πράγματα από μέσα, δεν έχει να προσφέρει τίποτε καινούργιο στη σχετική «βιβλιογραφία». Από μιαν άλλη άποψη, ωστόσο, είναι εξαιρετικά διδακτική και, το σημαντικότερο, δεν αφορά μόνο το πανεπιστήμιο.
Φοιτητικό άγημα με μπροστάρισσα φοιτήτρια επιμένει να παραστεί στη Γενική Συνέλευση του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ προκειμένου να προληφθεί ενδεχόμενη απόφαση των μελών της Συνέλευσης, την οποία οι φοιτητές θεωρούν casus belli. Ο πρόεδρος επικαλείται (ορθώς) το μη νόμιμο της παρουσίας της συγκεκριμένης ομάδας. Η μπροστάρισσα αντιτείνει ότι το δίκιο των φοιτητών υπερβαίνει την «προσχηματική» επίκληση νομιμότητας, απασφαλίζει και επιδίδεται σε πυρ κατά βούλησιν: αρνούμαστε, αντιστεκόμαστε, απαιτούμε, δεν δεχόμαστε συμβιβαστικές λύσεις. Η αντιστασιακή άρια τοποθετείται σε ένα ευρύχωρο πλαίσιο ιδεολογικής και κοινωνικοπολιτικής διδαχής, όπου το κυρίως διακύβευμα, που είναι το Πρόγραμμα Σπουδών, εναλλάσσεται ελεύθερα με το Μνημόνιο, τα δρώμενα της μικρής μας πανεπιστημιακής κοινότητας προβάλλονται στην οικουμενική οθόνη της «νεοφιλελεύθερης λαίλαπας», και το φοιτητικό κίνημα είναι αποφασισμένο να ανατρέψει όχι μόνο τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του σπουδαστικού προγράμματος αλλά και όλους τους δαίμονες που σκοτεινιάζουν την έτσι κι αλλιώς επισφαλή αιθρία του πλανήτη. Καθώς επιταχύνει ασθματικά τη ρητορική της, η νεαρή φοιτήτρια στηλιτεύει συλλήβδην τους καθηγητές ως συνεργούς κάποιου αντιλαϊκού συστήματος και δεν παραλείπει να ανακαλέσει στην τάξη δύο από αυτούς (ο υποφαινόμενος δεν εξαιρείται) που συλλαμβάνονται να μειδιούν.
Μειδιούν επειδή η ετοιμοπόλεμη αδιαλλαξία, ο αρνητισμός και η αφόρητα νομικίστικη, «πρετ – α πορτέ» διατύπωση έρχονται στη συσκευασία ενός ανεπίγνωστου μικρομεγαλισμού που είναι εν μέρει συγγνωστός επειδή κάθε άλλο παρά ασύμβατος είναι με τους ευάριθμους Μαΐους της αγορήτριας. Μειδιούν επίσης επειδή προς στιγμήν αναρωτιούνται μεταξύ τους τι θα συμβεί όταν και αν η νεαρά αποκτήσει κάποτε την «καθηγητική εξουσία» που τώρα καταγγέλλει. Αλλά μειδιούν κυρίως επειδή δεν περνάει ούτε στιγμή από το μυαλό τους το ενδεχόμενο να δουν το συγκεκριμένο σύνδρομο ενθρονισμένο στο τρίτο τη τάξει πολιτειακό αξίωμα.
Ωστόσο, σήμερα μάλλον δεν μειδιούν όσοι συνειδητοποιούν ότι το εν λόγω σύνδρομο δεν ταυτίζεται μόνο με το πορτρέτο ενός (κατά τα άλλα εξαιρετικά ενδιαφέροντος στην αρραγή συνέπειά του) πολιτικού προσώπου αλλά αποτελεί, μέχρι τώρα τουλάχιστον, το κυρίαρχο συστατικό στο φύραμα της «πρώτη φορά Αριστεράς». Τα συμπτώματα ήταν πρόδηλα στην τελευταία προεκλογική περίοδο, αλλά φούντωσαν στη διάρκεια της πεντάμηνης διαπραγματευτικής εμβρυουλκίας που οσονούπω τριτώνει τους μνημονιακούς τοκετούς μας. Ας θυμηθούμε ότι η νεαρή μπροστάρισσα ονειδίζει εκ προοιμίου αυτούς που καλεί να εξετάσουν το αίτημά της (όχι, δεν τους ονομάζει «τοκογλύφους»), ελαύνεται από την πεποίθηση ότι οι κανονισμοί ωχριούν μπροστά στο δικό της δίκιο (παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να επικαλεσθεί πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία), φαντασιώνεται ότι η διεκδίκηση του δίκιου της δεν είναι τοπικό αγώνισμα που αφορά ένα πανεπιστημιακό τμήμα και το διδακτικό του πρόγραμμα αλλά επεισόδιο μιας διευρυμένης «λαϊκής πάλης» για δημοκρατία «ενάντια» σε ακατονόμαστα κατεστημένα (δεν διευκρινίζει πάντως αν θέλει να αλλάξει την υφήλιο ή απλώς την Ευρώπη), και τέλος δηλώνει αλλεργικά καχύποπτη απέναντι σε συμβιβαστικές προτάσεις.
Είναι πολλοί αυτοί που αξιολόγησαν το κυβερνητικό στιλ ως συνέχιση του φοιτητικού αμφιθεάτρου με άλλα μέσα, είναι όμως αλήθεια ότι, σε αντίθεση με την Πασιονάρια της ιστορίας μας, η πρώτη φορά Αριστερά διαλαλούσε μέχρις εσχάτων ότι διαπραγματεύεται για έναν «έντιμο και αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό». Να της παραχωρήσουμε την αγαθή πρόθεση, ίσως και έναν αυξημένο ζήλο· όμως απέτυχε, και απέτυχε όχι μόνο για τους λόγους που υποδηλώνει η πανεπιστημιακή παραβολή μας, αλλά και επειδή το διαπραγματευτικό της ορμητήριο ήταν και μια αντίληψη για την οποία παραπέμπω σε μια εξαιρετικά διαφωτιστική συνεδριακή συμβολή του Νικηφόρου Διαμαντούρου πέρυσι τον Ιούνιο («Δημόσια Διοίκηση και Διαφθορά») όπου, μεταξύ άλλων, διευκρινίζεται ότι κοινωνίες με τα δικά μας χαρακτηριστικά πολιτικοκοινωνικής (δυσ)λειτουργίας τείνουν να αποδίδουν αρνητική φόρτιση στην έννοια του συμβιβασμού: «ο οποίος γίνεται κατανοητός ως αποτέλεσμα όσον το δυνατόν απευκταίο, εφόσον, στο φαντασιακό επίπεδο, συνδέεται στενά με την αίσθηση της «ήττας» και, συνακόλουθα, με συναισθήματα μείωσης και ταπείνωσης… Η προσέγγιση αυτή προσδίδει, κατά συνέπεια, υψηλή πολιτισμική αξία στο «ασυμβίβαστο» και στο «ανυποχώρητο» άτομο, το οποίο καταλαμβάνει περίοπτη θέση στην ιεραρχία ηθικών αξιών του λαϊκού φαντασιακού».
Ξαφνικά φέτος το καλοκαίρι βρεθήκαμε στον αστερισμό αυτού του συμβιβασμού. Αγαλλόμενοι, προσθέσαμε ένα «επικό» και ασυμβίβαστο ΟΧΙ στο εθνικό μας εορτολόγιο, οι κυβερνητικοί διαπραγματευτές διεκδικούν τις πικρές δάφνες της «πρώτη φορά αντίστασης», ο πρωθυπουργός ομολογεί «ήττα» αλλά μας καλεί να αποταμιεύσουμε την υπεραξία του «αγώνα» μας απέναντι στην «πύρρειο νίκη» των άλλων. Το σύνδρομο που περιγράφουμε έχει την αδήριτη νομοτέλειά του και έτσι αυτό που τον Φεβρουάριο έπρεπε να ξεκινήσει και να τελειώσει ως διαπραγμάτευση επέπρωτο να γίνει εμπόλεμη κατάσταση.
Τώρα, το αν αληθώς πολεμήσαμε παλικαρίσια και «στα ίσια» ή αν πίσω από το επίσημο μέτωπο κάποιοι έριχναν κλήρο επί των ιματίων μας είναι άλλη υπόθεση. Αυτό που πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στον Αλέξη Τσίπρα είναι ότι στο πάντα δυσμάχητο λαϊκό φαντασιακό κατορθώνει χαρισματικώ τω τρόπω να πιστωθεί την αγωνιστική υπεραξία την ώρα που ο δικός του στρατηγός χρεώνεται όλα τα υπόλοιπα. Μόνο που σήμερα ή αύριο, πάντως πολύ σύντομα, θα πρέπει να υποστεί το τελικό τεστ. Και δεν θα είναι εύκολο γιατί, ανεξάρτητα από τις κρίσεις «ανάνηψης» που λόγω ανωτέρας βίας πρόσφατα υπέστη, τα ιδεολογικοπολιτικά του γεννοφάσκια και τα διαμορφωμένα ένστικτά του δεν μοιάζει να διαφέρουν και πολύ από εκείνα της νεαρής μας φοιτήτριας. Αν την άκουγαν σήμερα, θα τη χειροκροτούσαν ενθουσιωδώς η πρόεδρος της Βουλής και, προς το παρόν, καμιά πενηνταριά νοματαίοι της κυβερνητικής Αριστεράς. Το χειροκρότημα μοιάζει να αντηχεί πολύ δυνατά μέσα στο λαϊκό φαντασιακό και πολλά, πάρα πολλά θα εξαρτηθούν από το αν ο πρωθυπουργός σκέφτεται, και πώς, κάποιο είδος αποτελεσματικής ηχομόνωσης –πρώτα για χάρη της χώρας και ύστερα για χάρη της αεί ωριμάζουσας Αριστεράς του.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ