Όταν ο νεαρός επιστήμονας Βίκτωρ Φρανκενστάιν, στο μυθιστόρημα της Μ. Σέλλεϋ Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας, δημιουργούσε το ον εκείνο κατ’ εικόνα ανθρώπου, δηλαδή κατά τη δική του εικόνα, ποτέ δε φανταζόταν ότι το δημιούργημά του θα αφαιρούσε τη ζωή όλων των αγαπημένων του, και στο τέλος και τη δική του, αυτό όμως θα επιβίωνε.

Όταν ο φιλελευθερισμός, τις εποχές εκείνες, δημιουργούσε την ελεύθερη αγορά και την ιδεολογία της, κανείς δε μπορούσε να προβλέψει ότι επρόκειτο για ένα διφυές τέρας, του οποίου η αδυναμία – αλλά και η δύναμη – βρίσκεται σ’ αυτήν ακριβώς τη διφυΐα.

Ως γνωστόν, ο φιλελευθερισμός εμφανίστηκε με δύο όψεις: ως πολιτικός και ως οικονομικός φιλελευθερισμός. Κοινό γνώρισμα και των δύο όψεων η ελευθερία, υπό την έννοια της αυτορρύθμισης τόσο του πολιτικού όσο και του οικονομικού συστήματος.

Κατά περιόδους όμως, βλέπουμε ότι η πολιτική δε διστάζει να υπονομεύει την οικονομία δημιουργώντας κρίσεις, τις περίφημες περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού, καταστρέφοντας έτσι μέρος της παραγωγής και άρα την πέραν ενός ορίου ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία θα μπορούσε να ανατρέψει τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις.

Από την άλλη, και αυτό το βλέπουμε όλο και περισσότερο στις μέρες μας, η οικονομία τείνει να αναιρέσει την πολιτική: το χρηματοπιστωτικό σύστημα ακυρώνει τη δύναμη των κυβερνήσεων, οι αγορές αίρονται πάνω από τα κοινοβούλια και κανείς δε μπορεί να τις πειράξει. Γιατί; Γιατί τότε θα πάψει να είναι (από πολιτικής απόψεως) φιλελεύθερος.

Έτσι λοιπόν, μετά και το κήρυγμα του αρχόμενου νεοφιλελευθερισμού (και του τότε ενδυναμωνόμενου θατσερισμού) για επιστροφή στις αγορές, δηλ. μετά το τέλος του διευθυνόμενου καπιταλισμού, ζήσαμε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, και το τέλος των ιδεολογιών, λόγω κατίσχυσης της οικονομίας πάνω τους.

Ήταν όμως απλώς το τέλος των ιδεολογιών; Με άλλα λόγια, επρόκειτο η πολιτική με τη γενική της έννοια, στο νέο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, να επιζήσει μέσα από νέες, αποϊδεολογικοποιημένες αυτή τη φορά, μορφές; Είχε χαράξει η μέρα ενός απρόβλεπτου μη ιδεολογικού πολιτικού μοντερνισμού; Είχε χαράξει η μέρα ενός μεταπολιτικού, το οποίο η θεωρία έπρεπε απλώς να ανανεώσει τον αντιληπτικό της ορίζοντα για να το περιγράψει, για να δει αυτό που δε μπορούσε να δει ως τώρα;

Ή μήπως η πολιτική δεν μπορεί να επιζήσει καν χωρίς ιδεολογία, δεν μπορεί να ανεύρει μορφές πέραν αυτής, οπότε το τέλος της δεύτερης σήμαινε και το τέλος της πρώτης; Ή τέλος, για να θυμηθούμε τον Φουκουγιάμα, ο φιλελευθερισμός, ως η τελευταία (ακόμη) ιδεολογία ή ως η πρώτη (ήδη) μεταϊδεολογία, έμελλε να ζήσει για πάντα;

Εάν, πάλι, ο φιλελευθερισμός ορθώνει απλώς το ανάχωμα πάνω στο οποίο σπάει και αναχαιτίζεται η ιστορία των ιδεολογιών, και οδηγεί, κατακρατώντας την ιδεολογική εξέλιξη, σε μια παλινδρόμηση, προς τα πού κατευθύνεται η παλινδρόμηση αυτή;

Προς έναν, τυχόν, νεοφεουδαλισμό, υπερεδαφικοποιημένο – θεσμικό – λογιστικό αυτή τη φορά και όχι εδαφικό πλέον, δηλ. παγκόσμιο και όχι τοπικό, ένα φεουδαλισμό παγκοσμιοποιημένο, στον οποίο το ρόλο των εθνικών κρατών θα κρατούν οι μεγάλες εταιρίες, και στον οποίο οι πολίτες θα υπάγονται, αντί για τους φεουδάρχες, στις εταιρίες αυτές, που θα διαθέτουν δικό τους στρατό, ιδιαίτερους νομικούς και ηθικούς κώδικες, ιδιαίτερο σύστημα παιδείας κλπ.;

Ή μήπως οδηγεί στην αναβίωση των δύο παραδοσιακών αντιπάλων του φιλελευθερισμού, δύο εξίσου μη πολιτικών, με την κλασσική φιλελεύθερη έννοια της πολιτικής, μορφωμάτων, δύο μορφωμάτων πλήρους κατίσχυσης της πολιτικής σε βάρος της οικονομίας (εις τρόπον ώστε κι αυτή να παύει να είναι πολιτική), δηλ. του φασισμού ή/και του κομμουνισμού;

Κάποτε, ο Γ. Σεφέρης είχε γράψει πως η πρώτη σφαίρα του ψυχρού πολέμου έπεσε στην Αθήνα, συγκεκριμένα στην Πλάκα. Αναρωτιέται κανείς αν η ελληνική κρίση δεν είναι η «πρώτη σφαίρα» ενός νέου ψυχρού πολέμου, όχι, αυτή τη φορά, μεταξύ δύο διαφορετικών οικονομικών και πολιτικών συστημάτων αλλά μεταξύ της οικονομίας εν γενεί και της πολιτικής εν γενεί. Και αναρωτιέται αν η πρόσφατη προσπάθεια της χώρας δεν είναι η πρώτη – ή ύστατη – δονκιχωτική προσπάθεια της πολιτικής να πάρει πίσω από την οικονομία το χαμένο έδαφος και να αναστηθεί ξανά, έστω με την οριακά πολιτική μορφή του κομμουνισμού, ή δεν είναι μια ήδη αναχρονιστική προσπάθεια αναβίωσης, η οποία οφείλεται στην αδυναμία της κυβέρνησης να καταλάβει ότι πολιτική, τουλάχιστο με τη μορφή που την ξέρουμε, δεν υπάρχει πια.

Ο κ. Κυριακίδης Λάζαρος είναι φιλόλογος